ἠπητής: Difference between revisions

From LSJ

οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time

Source
(16)
(4)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἠπητής]], ό, θηλ. [[ἠπήτρια]] (Α) [[ηπάομαι]]<br />[[επιδιορθωτής]], [[επισκευαστής]].
|mltxt=[[ἠπητής]], ό, θηλ. [[ἠπήτρια]] (Α) [[ηπάομαι]]<br />[[επιδιορθωτής]], [[επισκευαστής]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἠπητής:''' -οῦ, ὁ, [[επιδιορθωτής]], [[επισκευαστής]], σε Βατραχομ., Ξεν.
}}
}}

Revision as of 19:36, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἠπητής Medium diacritics: ἠπητής Low diacritics: ηπητής Capitals: ΗΠΗΤΗΣ
Transliteration A: ēpētḗs Transliteration B: ēpētēs Transliteration C: ipitis Beta Code: h)phth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ,

   A repairer, mender, Batr.184, POxy.2149.21 (ii/iii A.D.), v.l. in X.Cyr.1.6.16; condemned by Phryn.73; προστάτης τῶν ἠ. Sammelb.3939, cf. 3962: —fem. ἠπ-ήτρια, ἡ, needlewoman, UPZ91.16 (ii B.C.), POxy.1679.5 (iii A.D.), Hsch. (πίτ- cod.) (Dor. ἀπήτρια Id.):

German (Pape)

[Seite 1174] ὁ, der Flicker, Schneider, Batrach. 183, von den Atticisten als späteres Wort für ἀκεστής bezeichnet; vgl. Lob. zu Phryn. 91; doch haben es gute mss. in Xen. Cyr. 1, 6, 16.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
tailleur (propr. qui raccommode).
Étymologie: ἠπάω.

Greek Monolingual

ἠπητής, ό, θηλ. ἠπήτρια (Α) ηπάομαι
επιδιορθωτής, επισκευαστής.

Greek Monotonic

ἠπητής: -οῦ, ὁ, επιδιορθωτής, επισκευαστής, σε Βατραχομ., Ξεν.