ἐγκονίομαι: Difference between revisions

From LSJ

τὸ ἓν καὶ τὸ ὂν πολλαχῶς λέγεται → the term being and the term one are used in many ways, one and being have various meanings, one and being have many senses

Source
(10)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐγκονίομαι]] (Α)<br />κυλιέμαι στην άμμο [[μετά]] το [[ἄλειμμα]] και [[πριν]] από την [[πάλη]] («Αὐτολύκῳ τούτῳ ἱκανὴ γένοιτο ἐγκονίσασθαι», <b>Ξεν.</b>).
|mltxt=[[ἐγκονίομαι]] (Α)<br />κυλιέμαι στην άμμο [[μετά]] το [[ἄλειμμα]] και [[πριν]] από την [[πάλη]] («Αὐτολύκῳ τούτῳ ἱκανὴ γένοιτο ἐγκονίσασθαι», <b>Ξεν.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐγκονίομαι:''' Μέσ., ([[κονίω]]), [[ρίχνω]] πάνω μου [[σκόνη]] [[πριν]] την [[πάλη]], σε Ξεν.
}}
}}

Revision as of 19:40, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐγκονίομαι Medium diacritics: ἐγκονίομαι Low diacritics: εγκονίομαι Capitals: ΕΓΚΟΝΙΟΜΑΙ
Transliteration A: enkoníomai Transliteration B: enkoniomai Transliteration C: egkoniomai Beta Code: e)gkoni/omai

English (LSJ)

Med., (κονίω)

   A sprinkle sand over oneself after anointing, and before wrestling, X.Smp.3.8:—Pass., Luc.Am.45; to be in the dust, prob. l. in Hp.Vict.3.76.

German (Pape)

[Seite 709] med., sich im Sande wälzen; Xen. Symp. 3, 8; Luc. Amor. 45.

Greek (Liddell-Scott)

ἐγκονίομαι: μέσ. (κονίω) κυλίομαι εἰς τὴν κόνιν μετὰ τὸ ἄλειμμα, δηλ. πρὸ τῆς πάλης, Ξεν. Συμπ. 3. 8, Λουκ. Ἔρωτ. 45.

French (Bailly abrégé)

se couvrir de poussière (avant la lutte).
Étymologie: ἐν, κόνις.

Spanish (DGE)

cubrirse de polvo ἐγκονιόμενος δὲ χριέσθω dénsele fricciones cubierto de polvo Hp.Vict.3.76
echarse polvo encima los atletas para la competición, irón. ἴσως ἄν ... Αὐτολύκῳ ... ἱκανὴ γένοιτο ἐγκονίσασθαι quizá le llegaría a Autólico para echarse polvo encima de una extensión de tierra muy pequeña, X.Smp.3.8
llenarse de polvo los atletas al competir ἐγκονίεται τὸ σῶμα el cuerpo se cubre de polvo Luc.Am.45, cf. Philostr.VA 8.18.

Greek Monolingual

ἐγκονίομαι (Α)
κυλιέμαι στην άμμο μετά το ἄλειμμα και πριν από την πάλη («Αὐτολύκῳ τούτῳ ἱκανὴ γένοιτο ἐγκονίσασθαι», Ξεν.).

Greek Monotonic

ἐγκονίομαι: Μέσ., (κονίω), ρίχνω πάνω μου σκόνη πριν την πάλη, σε Ξεν.