σιτολόγος: Difference between revisions
Τὸ μανθάνειν δ' ἥδιστον εὖ λέγοντος, εἰ κέρδος λέγοι → It is the sweetest thing to learn from one speaking well, if they speak profitably
(37) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ὁ, ΜΑ<br />[[στρατιώτης]] που μετείχε σε [[ομάδα]] συγκέντρωσης σιτηρών και άλλων τροφίμων, με [[διαρπαγή]], σε [[ξένη]] [[χώρα]]<br /><b>αρχ.</b><br />ο [[φύλακας]] δημόσιας σιταποθήκης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σῖτος]] <span style="color: red;">+</span> -[[λόγος]]]. | |mltxt=ὁ, ΜΑ<br />[[στρατιώτης]] που μετείχε σε [[ομάδα]] συγκέντρωσης σιτηρών και άλλων τροφίμων, με [[διαρπαγή]], σε [[ξένη]] [[χώρα]]<br /><b>αρχ.</b><br />ο [[φύλακας]] δημόσιας σιταποθήκης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σῖτος]] <span style="color: red;">+</span> -[[λόγος]]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''σιτολόγος:''' ὁ ([[λέγω]]), αυτός που συλλέγει [[δημητριακά]] ή ζωοτροφές με επιδρομές. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:40, 30 December 2018
English (LSJ)
(parox.), ὁ,
A collector of corn, keeper of the public granary, PHib.1.42.4 (iii B.C.), Sammelb.4512.12 (ii B.C.), Ostr.295, PAmh.2.59 (ii B.C.), PTeb.123.5 (i B.C.), etc.
German (Pape)
[Seite 885] Getreide od. übh. Fourage lesend, sammelnd, herbeischaffend, fouragirend, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
σῑτολόγος: ὁ, (λέγω) ὁ συλλέγων σῖτον ἢ ζωοτροφίας, Ἐπιγραφ. Αἰγ. ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 486b. A, πρβλ. σιταγέρτης.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
collecteur de blé.
Étymologie: σῖτος, λέγω².
Greek Monolingual
ὁ, ΜΑ
στρατιώτης που μετείχε σε ομάδα συγκέντρωσης σιτηρών και άλλων τροφίμων, με διαρπαγή, σε ξένη χώρα
αρχ.
ο φύλακας δημόσιας σιταποθήκης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῖτος + -λόγος].
Greek Monotonic
σιτολόγος: ὁ (λέγω), αυτός που συλλέγει δημητριακά ή ζωοτροφές με επιδρομές.