ἐρημαῖος: Difference between revisions

From LSJ

πικρὸν με ἀπαιτεῖς ἐνοίκιον → you ask too much of me, you demand a bitter rent from me

Source
(14)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=ἐρημαῑος, -η, -ον, ποιητ. τ. του [[ἐρῆμος]] (AM) [[έρημος]]<br /><b>1.</b> [[έρημος]], [[ολομόναχος]], [[μοναχικός]] («ἐρημαίη [[νῆσος]]», Απολλ. Ρόδ.)<br /><b>2.</b> εγκαταλελειμμένος<br /><b>3.</b> στερημένος από [[κάτι]]<br /><b>4.</b> αυτός που προκαλεί το [[αίσθημα]] της ερημιάς, της μοναξιάς, [[σιωπηλός]] («ἐρημαίη νύξ», Εμπ.).
|mltxt=ἐρημαῑος, -η, -ον, ποιητ. τ. του [[ἐρῆμος]] (AM) [[έρημος]]<br /><b>1.</b> [[έρημος]], [[ολομόναχος]], [[μοναχικός]] («ἐρημαίη [[νῆσος]]», Απολλ. Ρόδ.)<br /><b>2.</b> εγκαταλελειμμένος<br /><b>3.</b> στερημένος από [[κάτι]]<br /><b>4.</b> αυτός που προκαλεί το [[αίσθημα]] της ερημιάς, της μοναξιάς, [[σιωπηλός]] («ἐρημαίη νύξ», Εμπ.).
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐρημαῖος:''' -α, -ον, ποιητ. αντί [[ἐρῆμος]], απομακρυσμένος, [[ολομόναχος]], ερημωμένος, [[ακατοίκητος]], παραμελημένος, [[ερημίτης]], σε Μόσχ.· με γεν., στερημένος από, σε Ανθ.
}}
}}

Revision as of 19:44, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐρημαῖος Medium diacritics: ἐρημαῖος Low diacritics: ερημαίος Capitals: ΕΡΗΜΑΙΟΣ
Transliteration A: erēmaîos Transliteration B: erēmaios Transliteration C: erimaios Beta Code: e)rhmai=os

English (LSJ)

η, ον, poet. for ἐρῆμος,

   A desolate, solitary, Mosch.3.21, A.R.2.672, etc. ; silent, νύξ Emp.49 ; deserted, νεοσσοί A.R.4.1298 : c. gen., reft of, AP9.439 (Crin.).

German (Pape)

[Seite 1026] p. = ἔρημος, νύξ, Emped. 185 u. öfter sp. D., wie Hosch. 3, 21. 63; αἰπόλια, Anton. ep. (IX, 102); ξύλοχος, Coluth. 42; Ap. Rh. öfter; τινός, beraubt, Crinag. 35 (IX, 439).

Greek (Liddell-Scott)

ἐρημαῖος: -α, -ον, ποιητ. ἀντὶ ἐρῆμος, ἔρημος, κοινῶς «ἔρμος», «ὁλομόναχος», Μόσχ. 3. 21, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 672, κτλ.· σιωπηλός νὺξ Ἐμπεδ. 252· ἐγκαταλελειμμένος, νεοσσοὶ Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1298: μετὰ γεν., ἐστερημένος τινός, Ἀνθ. Π. 9. 439.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
1 désert, solitaire;
2 privé de, gén..
Étymologie: ἔρημος.

Greek Monolingual

ἐρημαῑος, -η, -ον, ποιητ. τ. του ἐρῆμος (AM) έρημος
1. έρημος, ολομόναχος, μοναχικός («ἐρημαίη νῆσος», Απολλ. Ρόδ.)
2. εγκαταλελειμμένος
3. στερημένος από κάτι
4. αυτός που προκαλεί το αίσθημα της ερημιάς, της μοναξιάς, σιωπηλός («ἐρημαίη νύξ», Εμπ.).

Greek Monotonic

ἐρημαῖος: -α, -ον, ποιητ. αντί ἐρῆμος, απομακρυσμένος, ολομόναχος, ερημωμένος, ακατοίκητος, παραμελημένος, ερημίτης, σε Μόσχ.· με γεν., στερημένος από, σε Ανθ.