Τρωϊάς: Difference between revisions
ἤκουσεν ἐν Ῥώμῃ καὶ ἀρσένων ἑταιρίαν εἶναι → he heard that there was also a fellowship of males in Rome (Severius, commentary on Romans 1:27)
(42) |
(6) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ἡ, Α<br /><b>βλ.</b> [[Τρωάς]]. | |mltxt=ἡ, Α<br /><b>βλ.</b> [[Τρωάς]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''Τρωϊάς:''' συνηρ. [[Τρῳάς]], <i>-[[άδος]]</i>, θηλ. του [[Τρώϊος]]·<br /><b class="num">I.</b> αυτή που κατάγεται από την [[Τροία]], σε Ομήρ. Οδ.· <i>Τρωϊάδες γυναῖκες</i>, ή μόνο, <i>Τρωϊάδες</i>, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">II.</b> γῆ [[Τρῳάς]], η [[χώρα]] της Τροίας, σε Σοφ.· ομοίως, <i>ἡ [[Τρωάς]]</i>, σε Ηρόδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:44, 30 December 2018
English (LSJ)
contr. Τρῳάς (freq. written Τρωάς), άδος, fem. of Τρώϊος,
A Trojan, Od.13.263; Τρωϊάδας γυναῖκας Il.9.139, al.; Τρωϊάδες alone, 18.122, al.; Τρῶας καὶ Τρῳάδας Trojan men and Trojan women, 22.105. II γῆ Τρῳάς the Troad, S.Aj.819, al.; ἡ Τρωάς alone, Hdt.5.122.
French (Bailly abrégé)
άδος
p. contr. Τρῳάς;
adj. f.
de Troie, troyen, troyenne ; ἡ Τρωϊάς (γῆ) la Troade ; αἱ Τρωϊάδες (γυναῖκες) les Troyennes.
Étymologie: Τρωΐα.
Greek Monolingual
ἡ, Α
βλ. Τρωάς.
Greek Monotonic
Τρωϊάς: συνηρ. Τρῳάς, -άδος, θηλ. του Τρώϊος·
I. αυτή που κατάγεται από την Τροία, σε Ομήρ. Οδ.· Τρωϊάδες γυναῖκες, ή μόνο, Τρωϊάδες, σε Ομήρ. Ιλ.
II. γῆ Τρῳάς, η χώρα της Τροίας, σε Σοφ.· ομοίως, ἡ Τρωάς, σε Ηρόδ.