κοινολογέομαι: Difference between revisions
ἐπ' αὐτὸν ἥκεις τὸν βατῆρα τῆς θύρας → you've come to the crux of the matter, come to the point, hit the nail on the head, you've come to the very threshold of the door, you are come to the very threshold of the door, you've arrived at the truth of the matter
(Bailly1_3) |
(5) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=-οῦμαι;<br /><i>f.</i> κοινολογήσομαι, <i>ao.</i> ἐκοινολογησάμην, <i>pf.</i> κεκοινολόγημαι;<br />converser, s’entretenir : τινι, [[πρός]] τινα avec qqn ; κ. πρὸς τὸ [[οὖς]] τινι communiquer qch à l’oreille de qqn.<br />'''Étymologie:''' [[κοινός]], [[λόγος]]. | |btext=-οῦμαι;<br /><i>f.</i> κοινολογήσομαι, <i>ao.</i> ἐκοινολογησάμην, <i>pf.</i> κεκοινολόγημαι;<br />converser, s’entretenir : τινι, [[πρός]] τινα avec qqn ; κ. πρὸς τὸ [[οὖς]] τινι communiquer qch à l’oreille de qqn.<br />'''Étymologie:''' [[κοινός]], [[λόγος]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''κοινολογέομαι:''' μέλ. <i>-ήσομαι</i>, αόρ. αʹ <i>ἐκοινολογησάμην</i>, παρακ. <i>κεκοινολόγημαι</i>· ([[λόγος]])· [[συσκέπτομαι]] ή συναποφασίζω, [[συνομιλώ]] με, <i>τινι</i>, σε Ηρόδ., Αττ.· [[πρός]] τινα, σε Θουκ. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:48, 30 December 2018
English (LSJ)
fut. -ήσομαι Plb.21.39.2: aor.
A ἐκοινολογησάμην Hdt.6.23, Th.8.98, etc.: later aor. Pass. ἐκοινολογήθην Plb.2.5.4, al., SIG568.4 (Halasarna, iii B.C.): pf.κεκοινολόγημαι OGI315.37 (Pessinus, ii B.C.), D.C.49.41: plpf. ἐκεκοινολόγηντο Th.7.86: (λόγος): —commune, take counsel with, τινι Hdt.6.23, Th.8.98, etc.; πρός τινα Id.7.86, Plb.18.34.5, Jul.Caes.335c; κ. ἀλλήλοις περί τινος Arist. Pol.1268b7; πρός τινα ὑπέρ τινος Plb.10.42.4; κ. περί τινος deliberate on... D.S.19.46; κ. πρὸς τὸ οὖς τινι Luc.Deor.Conc.1. II Pass., γράμματα-λογούμενα κατὰ μίμησιν signs used with common (i.e. direct) significance, opp. ἀλληγορούμενα, Porph.VP12.
German (Pape)
[Seite 1468] sich gemeinschaftlich besprechen, sich mit Einem berathen, verabreden; τινί, Her. 6, 23; ὅτι πρὸς αὐτὸν ἐκεκοινολόγηντο Thuc. 7, 86; τινὶ περί τινος, Arist. pol. 2, 8; Pol. u. Sp., wie Luc. D. D. 20, 4 da calumn. 2 Nigr. 24. – Neben dem aor. med., z. B. Her. a. a. O., Xen. Hell. pass., κοινολογηθῆναι πρὸς ἀλλήλους ὑπὲρ τῶν ἐνεστώτων Pol. 10, 42, 4, öfter.
Greek (Liddell-Scott)
κοινολογέομαι: μέλλ. -ήσομαι Πολύβ.: ἀόρ. ἐκοινολογησάμην Ἡρόδ. 6. 23, Θουκ., κτλ.· βραδύτερον ὡσαύτως, ἀόρ. παθ., ἐκοινολογήθην Πολύβ. 2. 5, 4, κτλ.: πρκμ. κεκοινολόγημαι Δίων Κ. 49. 41: ὑπερσυντ. ἐκεκοινολόγηντο Θουκ. 7. 86. (λόγος). ― Συσκέπτομαι μετά τινος, ζητῶ τὴν γνώμην του, συνομιλῶ, τινι Ἡρόδ. 6. 23, καὶ Ἀττ.· πρός τινα Θουκ. 7. 86· κ. τινι περί τινος Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 8, 13· πρός τινα ὑπέρ τινος Πολύβ. 10. 42, 4· ὡσαύτως, κ. περί τινος ὁ αὐτ. 31. 13. 5, Διόδ.· κ. πρὸς τὸ οὖς τινι Λουκ. Θεῶν Διάλ. 20, 4.
French (Bailly abrégé)
-οῦμαι;
f. κοινολογήσομαι, ao. ἐκοινολογησάμην, pf. κεκοινολόγημαι;
converser, s’entretenir : τινι, πρός τινα avec qqn ; κ. πρὸς τὸ οὖς τινι communiquer qch à l’oreille de qqn.
Étymologie: κοινός, λόγος.
Greek Monotonic
κοινολογέομαι: μέλ. -ήσομαι, αόρ. αʹ ἐκοινολογησάμην, παρακ. κεκοινολόγημαι· (λόγος)· συσκέπτομαι ή συναποφασίζω, συνομιλώ με, τινι, σε Ηρόδ., Αττ.· πρός τινα, σε Θουκ.