σύνδετος: Difference between revisions
(39) |
(6) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ον, Α [[συνδέω]]<br /><b>1.</b> συνδεδεμένος («καὶ νῡν κατ' οἴκους συνδέτους αἰκίζεται», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> ο [[ενιαίος]]<br /><b>3.</b> ο συμπεπλεγμένος<br /><b>4.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ σύνδετον</i><br />ο [[δεσμός]]<br /><b>5.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ σύνδετα</i><br />τα [[σύνθετα]] πράγματα. | |mltxt=-ον, Α [[συνδέω]]<br /><b>1.</b> συνδεδεμένος («καὶ νῡν κατ' οἴκους συνδέτους αἰκίζεται», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> ο [[ενιαίος]]<br /><b>3.</b> ο συμπεπλεγμένος<br /><b>4.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ σύνδετον</i><br />ο [[δεσμός]]<br /><b>5.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ σύνδετα</i><br />τα [[σύνθετα]] πράγματα. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''σύνδετος:''' -ον, <b class="num">I.</b> δεμένος [[χειροπόδαρα]], σε Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> ως ουσ. <i>σύνδετον</i>, <i>τό</i>, [[δεσμός]], [[δεσμά]], σε Ευρ. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:48, 30 December 2018
English (LSJ)
ον,
A bound hand and foot, S.Aj.65, 296. 2 united with, αὐτὰ αὑτοῖς Pl.Plt.279e; τὰ σ. compounds, concrete things, Procl.Inst.157. 3 well knit together, Arist.Phgn. 807b15. II Subst. σύνδετον, τό, band, E.Ion 1390.
German (Pape)
[Seite 1006] zusammengebunden; Soph. Ai. 62. 289; Plat. Polit. 280 e; τὰ σύνδετα, = σύνδεσμα, Eur. Ion 1390.
Greek (Liddell-Scott)
σύνδετος: -ον, συνδεδεμένος, δεδεμένος ὁμοῦ, συνδέτους αἰκίζεται Σοφ. Αἴ. 65· συνδέτους ἄγων ὁμοῦ ταύρους, κύνας βοτῆρας αὐτόθι 296. 2) ὁ συνδεδεμένος τινί, συνηνωμένος, τινι Πλάτ. Πολιτ. 279E. 3) ὁ συμπεπλεγμένος μετά τινος, Ἀριστ. Φυσιογν. 3. 3. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ. σύνδετον, τό, δεσμός, Εὐρ. Ἴων 1390.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui a les pieds et les mains liés.
Étymologie: συνδέω.
English (Slater)
σύνδετος
1 bound together with, tributary of <σύνδετον> (supp. Snell e Σ, σύνδετος λέγεται ὅτι ἔσχε συνάφειαν τῷ Τιταρησίῳ, ὃς ἀπόρροιαν ἀπὸ Στυγὸς ἔχει) (Pae. 10.4)
Greek Monolingual
-ον, Α συνδέω
1. συνδεδεμένος («καὶ νῡν κατ' οἴκους συνδέτους αἰκίζεται», Σοφ.)
2. ο ενιαίος
3. ο συμπεπλεγμένος
4. το ουδ. ως ουσ. τὸ σύνδετον
ο δεσμός
5. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ σύνδετα
τα σύνθετα πράγματα.
Greek Monolingual
-ον, Α συνδέω
1. συνδεδεμένος («καὶ νῡν κατ' οἴκους συνδέτους αἰκίζεται», Σοφ.)
2. ο ενιαίος
3. ο συμπεπλεγμένος
4. το ουδ. ως ουσ. τὸ σύνδετον
ο δεσμός
5. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ σύνδετα
τα σύνθετα πράγματα.
Greek Monotonic
σύνδετος: -ον, I. δεμένος χειροπόδαρα, σε Σοφ.
II. ως ουσ. σύνδετον, τό, δεσμός, δεσμά, σε Ευρ.