ὀρχηδόν: Difference between revisions

From LSJ

ἔκβαλε πρῶτον ἐκ τοῦ ὀφθαλμοῦ σοῦ τὴν δοκόν, καὶ τότε διαβλέψεις ἐκβαλεῖν τὸ κάρφος ἐκ τοῦ ὀφθαλμοῦ τοῦ ἀδελφοῦ σου → first take the plank out of your own eye, and then you will see clearly to remove the speck from your brother's eye

Source
(29)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ὀρχηδόν]] (Α)<br /><b>επίρρ.</b> <b>βλ.</b> [[ορχιδόν]].
|mltxt=[[ὀρχηδόν]] (Α)<br /><b>επίρρ.</b> <b>βλ.</b> [[ορχιδόν]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὀρχηδόν:''' ([[ὄρχος]]), επίρρ., σε [[σειρά]], ο [[ένας]] [[μετά]] τον [[άλλο]], άντρας προς άντρα, Λατ. [[viritim]], σε Ηρόδ.
}}
}}

Revision as of 19:56, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀρχηδόν Medium diacritics: ὀρχηδόν Low diacritics: ορχηδόν Capitals: ΟΡΧΗΔΟΝ
Transliteration A: orchēdón Transliteration B: orchēdon Transliteration C: orchidon Beta Code: o)rxhdo/n

English (LSJ)

Adv., (ὄρχος)

   A in a row, one after another, man by man, λάξεσθαι Hdt.7.144 ; wrongly explained as = ἄνδρας καὶ παῖδας, γυναῖκας δὲ οὔ, Sch.Aristid.3.597,599 D.; also, = ἡβηδόν, Hsch.

German (Pape)

[Seite 389] der Reihe nach, Mann für Mann, Her. 7, 144.

Greek (Liddell-Scott)

ὀρχηδόν: Ἐπίρρ. (ὄρχος) καθ’ ἕνα ἕκαστον ἄνδρα, κατ’ ἄνδρα, κατὰ κεφαλήν, Λατ. viritim, Ἡρόδ. 7. 144· ὡς τὸ ἡβηδὸν καὶ τὸ Ὁμηρ. ἀνδρακάς, πρβλ. Σχόλ. εἰς Ἀριστείδ. 3. 597, 599.

French (Bailly abrégé)

adv.
par rangées, homme par homme.
Étymologie: ὄρχος, -δον.

Greek Monolingual

ὀρχηδόν (Α)
επίρρ. βλ. ορχιδόν.

Greek Monotonic

ὀρχηδόν: (ὄρχος), επίρρ., σε σειρά, ο ένας μετά τον άλλο, άντρας προς άντρα, Λατ. viritim, σε Ηρόδ.