ἐπιχρέμπτομαι: Difference between revisions
From LSJ
Γυνὴ γὰρ οἴκῳ πῆμα καὶ σωτηρία → Mulier familiae pestis est, mulier salus → Die Frau ist nämlich Leid und Rettung für das Haus
(14) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐπιχρέμπτομαι]] (Α)<br />[[αποδοκιμάζω]] φτύνοντας με [[αηδία]] («ἐπιχρέμπτου τοῑς λεγομένοις»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[χρέμπτομαι]] «[[φτύνω]], [[βγάζω]] φλέγματα»]. | |mltxt=[[ἐπιχρέμπτομαι]] (Α)<br />[[αποδοκιμάζω]] φτύνοντας με [[αηδία]] («ἐπιχρέμπτου τοῑς λεγομένοις»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[χρέμπτομαι]] «[[φτύνω]], [[βγάζω]] φλέγματα»]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἐπιχρέμπτομαι:''' αποθ., [[ξεροβήχω]] πάνω σε, <i>τινι</i>, σε Λουκ. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:56, 30 December 2018
English (LSJ)
A punctuate with spitting, τοῖς λεγομένοις Luc.Rh. Pr.19.
German (Pape)
[Seite 1004] dabei ausspucken, τοῖς λεγομένοις, bei dem Gesagten, Luc. rhet. praec. 19.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιχρέμπτομαι: Ἀποθ., χρέμπτομαι (ξεροβήχω) ἐπί τινι, ἢ καθ’ ὃν χρόνον λέγω τι, καὶ λαρύγγιζε καὶ ἐπιχρέμπτου τοῖς λεγομένοις Λουκ. Ρητόρ. Διδασκ. 19.
French (Bailly abrégé)
cracher sur.
Étymologie: ἐπί, χρέμπτομαι.
Greek Monolingual
ἐπιχρέμπτομαι (Α)
αποδοκιμάζω φτύνοντας με αηδία («ἐπιχρέμπτου τοῑς λεγομένοις»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + χρέμπτομαι «φτύνω, βγάζω φλέγματα»].
Greek Monotonic
ἐπιχρέμπτομαι: αποθ., ξεροβήχω πάνω σε, τινι, σε Λουκ.