οἰκεύς: Difference between revisions

From LSJ

Κενῆς δὲ δόξης οὐδὲν ἀθλιώτερον → Nihil est inani gloria infelicius → Als leerer Ruhm jedoch ist nichts unseliger

Menander, Monostichoi, 289
(28)
(5)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[οἰκεύς]], -έως και ιων. τ. γεν. -ῆος και Fοικεύς, ὁ, θηλ. Fοικέα (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που ζει [[μέσα]] στο [[σπίτι]], στην [[οικογένεια]], ο [[άνθρωπος]] του σπιτιού («μὴ φίλους [[οἰκῆας]] ἐγείροι», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[υπηρέτης]], [[δούλος]], [[οικέτης]] («[[οἰκεύς]] τις [[ὅσπερ]] ἵκετ' ἐκσωθεὶς [[μόνος]]», <b>Σοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[οἶκος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>εύς</i> (<b>πρβλ.</b> <i>ιππ</i>-<i>εύς</i>)].
|mltxt=[[οἰκεύς]], -έως και ιων. τ. γεν. -ῆος και Fοικεύς, ὁ, θηλ. Fοικέα (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που ζει [[μέσα]] στο [[σπίτι]], στην [[οικογένεια]], ο [[άνθρωπος]] του σπιτιού («μὴ φίλους [[οἰκῆας]] ἐγείροι», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[υπηρέτης]], [[δούλος]], [[οικέτης]] («[[οἰκεύς]] τις [[ὅσπερ]] ἵκετ' ἐκσωθεὶς [[μόνος]]», <b>Σοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[οἶκος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>εύς</i> (<b>πρβλ.</b> <i>ιππ</i>-<i>εύς</i>)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''οἰκεύς:''' -έως, Ιων. -ῆος, ὁ, = [[οἰκέτης]], [[οικείος]],<br /><b class="num">I.</b> [[ένοικος]], σε Όμηρ.<br /><b class="num">II.</b> [[οικιακός]] [[υπηρέτης]], [[δούλος]], σε Ομήρ. Οδ., Σοφ.
}}
}}

Revision as of 20:00, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἰκεύς Medium diacritics: οἰκεύς Low diacritics: οικεύς Capitals: ΟΙΚΕΥΣ
Transliteration A: oikeús Transliteration B: oikeus Transliteration C: oikeys Beta Code: oi)keu/s

English (LSJ)

έως, Ion. ῆος, ὁ,

   A = οἰκέτης, inmate of one's house, μὴ . . φίλους οἰκῆας ἐγείρῃ Il.5.413, cf. 6.366, Od.17.533 ; but elsewh., as in 4.245, 14.4, al., = menial, servant, cf. Sol. ap. Lys.10.19, S.OT756, Theoc.25.33 ; serf, Leg.Gort.2.8, al. (ϝοικ-).

German (Pape)

[Seite 299] ὁ, = οἰκέτης, Hausgenosse; ὄφρα ἴδωμαι οἰκῆας, ἄλοχόν τε φίλην καὶ νήπιον υἱόν, Il. 6, 366, vgl. 5, 413 Od. 17, 533; bes. in der Od. die Haussklaven, Diener, οἰκήων, οὓς ἐκτήσατο, 14, 4, vgl. 63. 4, 245. 16, 303; Soph. O. R. 756; Lys. 10, 19 führt es aus Solons Gesetzen an und erklärt es θεράπων.

Greek (Liddell-Scott)

οἰκεύς: έως, Ἰων. ῆος, ὁ, ὁ ἐν τῇ οἰκίᾳ, οἰκεῖος, μὴ ... φίλους οἰκῆας ἐγείρῃ Ἰλ. Ε. 413˙ ὄφρα ἴδωμαι οἰκῆας, ἄλοχόν τε φίλην καὶ νήπιον υἱὸν Ζ. 366, Ὀδ. Ρ. 533˙ ἀλλ’ ἀλλαχοῦ, ὡς ἐν Δ. 245, Ξ. 4, κτλ., ἐπὶ τῆς σημασίας τοῦ δούλου, ὑπηρέτης, πρβλ. Σόλωνα παρὰ Λυσ. 117. 41, Σοφ. Ο. Τ. 756.

French (Bailly abrégé)

έως, ion. ῆος (ὁ) :
1 parent;
2 serviteur.
Étymologie: οἶκος.

English (Autenrieth)

ῆος (ϝοῖκος): inmate of a house, then servant, mostly pl., Od. 4.245, Od. 14.4.

Greek Monolingual

οἰκεύς, -έως και ιων. τ. γεν. -ῆος και Fοικεύς, ὁ, θηλ. Fοικέα (Α)
1. αυτός που ζει μέσα στο σπίτι, στην οικογένεια, ο άνθρωπος του σπιτιού («μὴ φίλους οἰκῆας ἐγείροι», Ομ. Ιλ.)
2. υπηρέτης, δούλος, οικέτηςοἰκεύς τις ὅσπερ ἵκετ' ἐκσωθεὶς μόνος», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶκος + κατάλ. -εύς (πρβλ. ιππ-εύς)].

Greek Monotonic

οἰκεύς: -έως, Ιων. -ῆος, ὁ, = οἰκέτης, οικείος,
I. ένοικος, σε Όμηρ.
II. οικιακός υπηρέτης, δούλος, σε Ομήρ. Οδ., Σοφ.