πεντάτευχος: Difference between revisions
Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)
(31) |
(5) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο / [[πεντάτευχος]], -ον, ΝΑ<br /><b>1.</b> αυτός που αποτελείται από [[πέντε]] τεύχη ή βιβλία<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η Πεντάτευχος</i><br />(με περιληπτ. σημ.) [[ονομασία]] τών [[πέντε]] πρώτων βιβλίων της Παλαιάς Διαθήκης, [[δηλαδή]] της Γενέσεως, της Εξόδου, τών Αριθμών, του Λευιτικού και του Δευτερονομίου, που [[κατά]] την ιουδαϊκή και την χριστιανική [[παράδοση]] θεωρούνται [[έργο]] του Μωυσή.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πεντα</i>- <span style="color: red;">+</span> [[τεῦχος]] (<b>πρβλ.</b> [[επτά]]-<i>τευχος</i>]. | |mltxt=-η, -ο / [[πεντάτευχος]], -ον, ΝΑ<br /><b>1.</b> αυτός που αποτελείται από [[πέντε]] τεύχη ή βιβλία<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η Πεντάτευχος</i><br />(με περιληπτ. σημ.) [[ονομασία]] τών [[πέντε]] πρώτων βιβλίων της Παλαιάς Διαθήκης, [[δηλαδή]] της Γενέσεως, της Εξόδου, τών Αριθμών, του Λευιτικού και του Δευτερονομίου, που [[κατά]] την ιουδαϊκή και την χριστιανική [[παράδοση]] θεωρούνται [[έργο]] του Μωυσή.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πεντα</i>- <span style="color: red;">+</span> [[τεῦχος]] (<b>πρβλ.</b> [[επτά]]-<i>τευχος</i>]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''πεντάτευχος:''' -ον, αυτός που αποτελείται απο [[πέντε]] βιβλία· ως ουσ. <i>ἡπεντάτευχος</i> (ενν. [[βίβλος]]), τα [[πέντε]] βιβλία του Μωυσή, η [[Πεντάτευχος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:00, 30 December 2018
English (LSJ)
ὁ,
A the Pentateuch, Isid.Etym.6.2.1,2, Gloss.
German (Pape)
[Seite 557] aus fünf Büchern in einem Bande bestehend, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
πεντάτευχος: -ον, ὁ συνιστάμενος ἐκ πέντε τευχῶν ἤτοι πέντε βιβλίων· ὡς οὐσιαστ., ἡ πεντάτευχος (ἐξυπ. βίβλος), τὰ πέντε βιβλία τοῦ Μωϋσέως, Πτολεμ. Γνωστ. 1284Β, Ὠριγέν. ΙΙΙ, 933Β (Ι, 632C). ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρήσεις σ. 372.
Greek Monolingual
-η, -ο / πεντάτευχος, -ον, ΝΑ
1. αυτός που αποτελείται από πέντε τεύχη ή βιβλία
2. το θηλ. ως ουσ. η Πεντάτευχος
(με περιληπτ. σημ.) ονομασία τών πέντε πρώτων βιβλίων της Παλαιάς Διαθήκης, δηλαδή της Γενέσεως, της Εξόδου, τών Αριθμών, του Λευιτικού και του Δευτερονομίου, που κατά την ιουδαϊκή και την χριστιανική παράδοση θεωρούνται έργο του Μωυσή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα- + τεῦχος (πρβλ. επτά-τευχος].
Greek Monotonic
πεντάτευχος: -ον, αυτός που αποτελείται απο πέντε βιβλία· ως ουσ. ἡπεντάτευχος (ενν. βίβλος), τα πέντε βιβλία του Μωυσή, η Πεντάτευχος.