ἐξεύρεσις: Difference between revisions
From LSJ
αὐτῇ τῇ ψυχῇ αὐτὴν τὴν ψυχὴν θεωροῦντα ἐξαίφνης ἀποθανόντος ἑκάστου → beholding with very soul the very soul of each immediately upon his death
(Bailly1_2) |
(4) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=εως (ἡ) :<br />invention, découverte.<br />'''Étymologie:''' [[ἐξευρίσκω]]. | |btext=εως (ἡ) :<br />invention, découverte.<br />'''Étymologie:''' [[ἐξευρίσκω]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἐξεύρεσις:''' -εως, ἡ,<br /><b class="num">1.</b> [[αναζήτηση]], [[έρευνα]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> [[εύρεση]], [[εφεύρεση]], στο ίδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:03, 30 December 2018
English (LSJ)
εως, ἡ,
A searching out, search, Hdt.1.67. 2 finding out, invention, ib.94. 3 discovery, τοῦ ὄντος Pl.Min.315a.
German (Pape)
[Seite 880] ἡ, das Ausfinden, die Erfindung; Her. 1, 67; Plat. Min. 315 a.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξεύρεσις: -εως, ἡ ἀναζήτησις, ἔρευνα, ἀπεῖχον τῆς ἐξευρέσιος Ἡρόδ. 1. 67. 2) ἐφεύρεσις, ὁ αὐτὸς 1. 94. 3) τὸ ἀναζητεῖν καὶ ἐξευρίσκειν τι, ὁ νόμος ἄρα βούλεται τοῦ ὄντος εἶναι ἐξεύρεσις Πλάτ. Μίνως 315Α.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
invention, découverte.
Étymologie: ἐξευρίσκω.
Greek Monotonic
ἐξεύρεσις: -εως, ἡ,
1. αναζήτηση, έρευνα, σε Ηρόδ.
2. εύρεση, εφεύρεση, στο ίδ.