ποίνιμος: Difference between revisions

From LSJ

τῶν δ᾿ ἄλλων τῶν νοσηματικῶν ἧττον μετέχουσιν αἱ γυναῖκες → apart from this one, women are less troubled by maladies

Source
(SL_2)
(6)
Line 21: Line 21:
{{Slater
{{Slater
|sltr=[[ποίνιμος]] (coni. Spiegel: [[ποί]] τινος codd.) (P. 2.17)
|sltr=[[ποίνιμος]] (coni. Spiegel: [[ποί]] τινος codd.) (P. 2.17)
}}
{{lsm
|lsmtext='''ποίνιμος:''' -ον ([[ποινή]]),·<br /><b class="num">1.</b> [[εκδικητικός]], [[τιμωρός]], σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> με θετική [[σημασία]], αυτός που φέρνει [[επιστροφή]] ή [[ανταμοιβή]], σε Πίνδ.
}}
}}

Revision as of 20:04, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ποίνῐμος Medium diacritics: ποίνιμος Low diacritics: ποίνιμος Capitals: ΠΟΙΝΙΜΟΣ
Transliteration A: poínimos Transliteration B: poinimos Transliteration C: poinimos Beta Code: poi/nimos

English (LSJ)

ον,

   A avenging, punishing, Δίκη, Ἐρινύς, S.Tr.808, Aj.843; π. πάθεα Id.El.210 (lyr.).    2 in good sense, bringing return or recompense, χάρις cj. in Pi.P.2.17.

German (Pape)

[Seite 652] rächend, strafend; Δίκη, Ἐρινύς, Soph. Trach. 808 Ai. 843; οἷς θεὸς ποίνιμα πάθεα παθεῖν πόροι, El. 203; vergeltend, χάρις, Pind. P. 2, 17; λιθοκτονίη, Ep. ad. 465 (IX, 157); auch in späterer Prosa, δαίμονες, Plut. qu. Rom. 51.

Greek (Liddell-Scott)

ποίνιμος: -ον, (ποινὴ) ἐκδικῶν, τιμωρῶν, Δίκη, Ἐρινύς, Σοφ. Τρ. 808, Αἴ. 483. π. πάθεα ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 210. 2) ἐπὶ καλῆς σημασίας, ἀνταποδίδων, ἀνταμείβων, χάρις Πινδ. Π. 5. 32.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
de paiement, d’où
1 vengeur;
2 qui sert de châtiment.
Étymologie: ποινή.

English (Slater)

ποίνιμος (coni. Spiegel: ποί τινος codd.) (P. 2.17)

Greek Monotonic

ποίνιμος: -ον (ποινή),·
1. εκδικητικός, τιμωρός, σε Σοφ.
2. με θετική σημασία, αυτός που φέρνει επιστροφή ή ανταμοιβή, σε Πίνδ.