λοχεῖος: Difference between revisions
ἢν μή τις ὥσπερ σφηκιὰν βλίττῃ με κἀρεθίζῃ → may no one squeeze me and tease me like a wasp | may no one smoke me and tease me like a wasp | but if anyone annoys me and rifles my nest, they'll find a wasp inside | still if you wake a wasps' nest then of wasps you must beware
(23) |
(5) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-α, -ο (Α λοχεῑος, -ία, -ον θηλ. και -ος)<br /><b>1.</b> ο [[τόπος]] όπου γεννά μια [[μητέρα]] (α. «λοχεῑα κλεινὰ λιποῡσα» — [[αφού]] εγκατέλειψε τον [[τόπο]] όπου γέννησε το [[παιδί]], <b>Ευρ.</b><br />β. «αἱ λόχειοι ἡμέραι» — μέρες καθιερωμένες για ευχαριστίες ύστερα από ευτυχή τοκετό, <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> (το ουδ. πληθ. ως ουσ. (<i>τὰ λοχεῑα</i><br />τα [[λόχια]]<br /><b>αρχ.</b><br />(<b>το θηλ. ως κύριο όν.</b>) <i>ἡ Λοχεία</i><br />η Λοχία.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λόχος]] «[[τοκετός]], [[γέννημα]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ειος</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>οικ</i>-<i>είος</i>, <i>σπονδ</i>-<i>είος</i>)]. | |mltxt=-α, -ο (Α λοχεῑος, -ία, -ον θηλ. και -ος)<br /><b>1.</b> ο [[τόπος]] όπου γεννά μια [[μητέρα]] (α. «λοχεῑα κλεινὰ λιποῡσα» — [[αφού]] εγκατέλειψε τον [[τόπο]] όπου γέννησε το [[παιδί]], <b>Ευρ.</b><br />β. «αἱ λόχειοι ἡμέραι» — μέρες καθιερωμένες για ευχαριστίες ύστερα από ευτυχή τοκετό, <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> (το ουδ. πληθ. ως ουσ. (<i>τὰ λοχεῑα</i><br />τα [[λόχια]]<br /><b>αρχ.</b><br />(<b>το θηλ. ως κύριο όν.</b>) <i>ἡ Λοχεία</i><br />η Λοχία.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λόχος]] «[[τοκετός]], [[γέννημα]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ειος</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>οικ</i>-<i>είος</i>, <i>σπονδ</i>-<i>είος</i>)]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''λοχεῖος:''' -α, -ον, και [[λοχεῖος]], -ον, = [[λόχιος]], <i>λοχεῖα</i> (ενν. <i>χωρία</i>), [[τόπος]] γέννησης, σε Ευρ. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:08, 30 December 2018
English (LSJ)
α, ον, and ος, ον,
A = λόχιος (q.v.), λοχείους ἡμέρας days of thanks for safe delivery, Plu.2.377c; θυέτωσαν . . αἱ τὰ λ. ἐκπορευόμεναι καὶ ζωννύμεναι Milet.1(7).204b9; λοχεῖα (sc. χωρία) λιποῦσα having left the place where she bore the child, E.IT1241 (lyr.); cf. λοχαῖος: Subst. λοχεῖα, τά, = λοχεία 1, Hp. Mul.1.29, Ruf. ap. Orib.5.3.16. 2 Λοχεία, ἡ, title of Artemis, = Λοχία, IG9(2).141, 142 (Theb. Phthiot.), Orph.H.36.3, etc.
Greek (Liddell-Scott)
λοχεῖος: -α, -ον, καὶ ος, ον, = λόχιος, (ὃ ἴδε), λ. ἡμέραι, ἡμέραι εὐχαριστήριοι δι’ εὐτυχῆ τοκετόν, Πλούτ. 2. 377C· λοχεῖα (ἐξυπ. χωρία) λιποῦσα, ἐγκαταλιποῦσα τὸν τόπον ἔνθα ἔτεκε τὸ παιδίον, Εὐρ. Ι. Τ. 1241· πρβλ. λοχαῖος. 2) ἡ Λοχεία, = ἡ Λοχία, ἐπὶ τῆς Ἀρτέμιδος, Ὀρφ. Ὕμν. 35. 3, κτλ.
French (Bailly abrégé)
α ou ος, ον :
1 qui concerne l’accouchement ; τὰ λοχεῖα (χωρία) lieu où se fait l’accouchement;
2 qui préside aux accouchements (Artémis).
Étymologie: λόχος.
Greek Monolingual
-α, -ο (Α λοχεῑος, -ία, -ον θηλ. και -ος)
1. ο τόπος όπου γεννά μια μητέρα (α. «λοχεῑα κλεινὰ λιποῡσα» — αφού εγκατέλειψε τον τόπο όπου γέννησε το παιδί, Ευρ.
β. «αἱ λόχειοι ἡμέραι» — μέρες καθιερωμένες για ευχαριστίες ύστερα από ευτυχή τοκετό, Πλούτ.)
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ. (τὰ λοχεῑα
τα λόχια
αρχ.
(το θηλ. ως κύριο όν.) ἡ Λοχεία
η Λοχία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λόχος «τοκετός, γέννημα» + κατάλ. -ειος (πρβλ. οικ-είος, σπονδ-είος)].
Greek Monotonic
λοχεῖος: -α, -ον, και λοχεῖος, -ον, = λόχιος, λοχεῖα (ενν. χωρία), τόπος γέννησης, σε Ευρ.