ὀλιγάμπελος: Difference between revisions

From LSJ

Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)

Source
(28)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ὀλιγάμπελος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει [[λίγα]] αμπέλια («[[ὀλιγάμπελος]] [[νῆσος]]», <b>Ανθ. Παλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὀλιγ</i>(<i>ο</i>)- (<b>βλ. λ.</b> <i>λιγο</i>-) <span style="color: red;">+</span> [[ἄμπελος]].
|mltxt=[[ὀλιγάμπελος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει [[λίγα]] αμπέλια («[[ὀλιγάμπελος]] [[νῆσος]]», <b>Ανθ. Παλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὀλιγ</i>(<i>ο</i>)- (<b>βλ. λ.</b> <i>λιγο</i>-) <span style="color: red;">+</span> [[ἄμπελος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὀλῐγάμπελος:''' -ον, αυτός που έχει [[λίγα]] αμπέλια, σε Ανθ.
}}
}}

Revision as of 20:08, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀλῐγάμπελος Medium diacritics: ὀλιγάμπελος Low diacritics: ολιγάμπελος Capitals: ΟΛΙΓΑΜΠΕΛΟΣ
Transliteration A: oligámpelos Transliteration B: oligampelos Transliteration C: oligampelos Beta Code: o)liga/mpelos

English (LSJ)

ον,

   A scant of vines, νῆσος AP 9.413 (Antiphil.).

German (Pape)

[Seite 319] mit wenigen Weinstöcken, νῆσος, Antiphil. 28 (IX, 413).

Greek (Liddell-Scott)

ὀλῐγάμπελος: -ον, ὁ ὀλίγας ἔχων ἀμπέλους, Ἀνθ. Π. 9. 413.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui n’a que peu de vignes.
Étymologie: ὀλίγος, ἄμπελος.

Greek Monolingual

ὀλιγάμπελος, -ον (Α)
αυτός που έχει λίγα αμπέλια («ὀλιγάμπελος νῆσος», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο)- (βλ. λ. λιγο-) + ἄμπελος.

Greek Monotonic

ὀλῐγάμπελος: -ον, αυτός που έχει λίγα αμπέλια, σε Ανθ.