θεμιτεύω: Difference between revisions
From LSJ
καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)
(16) |
(4) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[θεμιτεύω]] (Α) [[θέμις]] (Ι)]<br />[[αντί]] [[θεμιστεύω]], [[τελώ]] νομίμως. | |mltxt=[[θεμιτεύω]] (Α) [[θέμις]] (Ι)]<br />[[αντί]] [[θεμιστεύω]], [[τελώ]] νομίμως. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''θεμῐτεύω:''' = [[θεμιστεύω]], σε Ευρ. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:08, 30 December 2018
English (LSJ)
= θεμιστεύω, ὄργια θεμιτεύων
A keeping lawful orgies, E. Ba.79 (lyr., metri gr.).
German (Pape)
[Seite 1194] s. θεμιστεύω.
Greek (Liddell-Scott)
θεμῐτεύω: θεμιστεύω, ὄργια θεμιτεύων, τηρῶν νόμιμα ὄργια, Εὐρ. Βάκχ. 79 (κατὰ Musgr., χάριν τοῦ μέτρου).
Greek Monolingual
θεμιτεύω (Α) θέμις (Ι)]
αντί θεμιστεύω, τελώ νομίμως.
Greek Monotonic
θεμῐτεύω: = θεμιστεύω, σε Ευρ.