νᾶμα: Difference between revisions
ὁ φίλος ἐστὶν ἄλλος αὐτός → the friend is another self
(26) |
(5) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και ανάμα, το (ΑΜ νᾱμα, Μ και νᾱμαν)<br />[[νερό]] που αναβλύζει από [[πηγή]] (α. «να γεμίζουν εν [[αγγείον]] [[νερόν]]... από το [[πλούσιον]] [[νάμα]] του Προφήτου Ηλιού», Παπαδιαμ.<br />β. «Κασταλίας τε νᾱμα», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) [[πηγή]], [[βρύση]]<br /><b>3.</b> (γενικά) [[οτιδήποτε]] ρέει ή χύνεται, [[ρεύμα]], [[υγρό]] (α. «νᾱμα παμφάγου [[πυρός]]», <b>Ευρ.</b><br />β. «θεογνωσίας νάμασι καταρδεύσαντας», Μηναί<br />γ. «τα νάματα της παιδείας»)<br />(<b>νεοελλ.-μσν.</b>) το κόκκινο και [[γλυκό]] [[κρασί]] που προορίζεται για τη [[θεία]] [[μετάληψη]]<br /><b>αρχ.</b><br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> α) «[[ξύλινος]] [[ὀχετός]]» <br />β) «νάματα<br />προβολαί».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>νάω</i> «ρέω». Ο τ. [[νᾶμα]] (που εμφανίζει ᾱ μακρό) ανάγεται πιθ. σε <i>ναFεμα</i>, ενώ κατ' [[άλλη]] [[άποψη]] ο τ. <span style="color: red;"><</span> [[νάμα]] ή <i>νάημα</i>, κατ' αναλογίαν [[προς]] τα [[νάτωρ]] και <i>νᾶρος</i>]. | |mltxt=και ανάμα, το (ΑΜ νᾱμα, Μ και νᾱμαν)<br />[[νερό]] που αναβλύζει από [[πηγή]] (α. «να γεμίζουν εν [[αγγείον]] [[νερόν]]... από το [[πλούσιον]] [[νάμα]] του Προφήτου Ηλιού», Παπαδιαμ.<br />β. «Κασταλίας τε νᾱμα», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) [[πηγή]], [[βρύση]]<br /><b>3.</b> (γενικά) [[οτιδήποτε]] ρέει ή χύνεται, [[ρεύμα]], [[υγρό]] (α. «νᾱμα παμφάγου [[πυρός]]», <b>Ευρ.</b><br />β. «θεογνωσίας νάμασι καταρδεύσαντας», Μηναί<br />γ. «τα νάματα της παιδείας»)<br />(<b>νεοελλ.-μσν.</b>) το κόκκινο και [[γλυκό]] [[κρασί]] που προορίζεται για τη [[θεία]] [[μετάληψη]]<br /><b>αρχ.</b><br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> α) «[[ξύλινος]] [[ὀχετός]]» <br />β) «νάματα<br />προβολαί».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>νάω</i> «ρέω». Ο τ. [[νᾶμα]] (που εμφανίζει ᾱ μακρό) ανάγεται πιθ. σε <i>ναFεμα</i>, ενώ κατ' [[άλλη]] [[άποψη]] ο τ. <span style="color: red;"><</span> [[νάμα]] ή <i>νάημα</i>, κατ' αναλογίαν [[προς]] τα [[νάτωρ]] και <i>νᾶρος</i>]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''νᾶμα:''' -ατος, τό ([[νάω]]), οτιδήποτε ρέει, τρεχούμενο [[νερό]], [[ποταμός]], [[ρεύμα]] νερού, [[ρυάκι]], σε Τραγ., Πλάτ. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:08, 30 December 2018
English (LSJ)
ατος, τό, (νάω)
A anything flowing, running water, stream, spring, ν. Μναμοσύνας cj. in Simon.45, cf. A.Pr.806, S.Ant.1130 (lyr.); Κασταλίδος νάματα Pae.Delph.1.6; δακρύων θερμὰ ν. S.Tr.919; νάματ' ὄσσων E.HF625; ν. πυρός Id.Med.1187; ν. Βάκχιον Ar.Ec.14; μὰ νάματα Antiph.296 ( = Timocl.38); ν. θυγατέρων ταύρων, i.e. honey, Ph. Tars. ap. Gal.13.269; φλέγματος, χολῆς ν., Philostr.Gym.42: freq. in Pl., as κρηνῶν καὶ ποταμῶν νάματα Criti.111d: metaph., λόγων ν. Ti.75e. 2 wooden conduit, Hsch. II νάματα· προβολαί, Id.
Greek (Liddell-Scott)
νᾶμα: τό, (νάω) πᾶν τὸ ῥέον, ὕδωρ, ποταμός, ῥύαξ, πηγή, Αἰσχύλ. Πρ. 805, Σοφ. Ἀντ. 1130· ν. δακρύων ὁ αὐτ. ἐν Τρ. 919· νάματ’ ὄσσων Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 625· ν. πυρὸς ὁ αὐτ. ἐν Μηδ. 1187· ν. Βάκχιον Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 14· συχν. παρὰ Πλάτ. καὶ μεταφορ., λόγων ν. Τίμ. 75Ε. - Ἐκκλ., ὁ οἶνος ᾧ χρῶνται οἱ ἱερουργοῦντες ἐν τῇ θεία μεταλήψει, Ψευδο-Χρυσ. XII, 778C, K. Πορφυρ. Ἔκθ. Βασιλ. Τάξ. 134, 25.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
propr. ce qui coule :
1 courant d’eau, source, ruisseau;
2 épanchement de larmes.
Étymologie: νάω.
Greek Monolingual
και ανάμα, το (ΑΜ νᾱμα, Μ και νᾱμαν)
νερό που αναβλύζει από πηγή (α. «να γεμίζουν εν αγγείον νερόν... από το πλούσιον νάμα του Προφήτου Ηλιού», Παπαδιαμ.
β. «Κασταλίας τε νᾱμα», Σοφ.)
2. (κατ' επέκτ.) πηγή, βρύση
3. (γενικά) οτιδήποτε ρέει ή χύνεται, ρεύμα, υγρό (α. «νᾱμα παμφάγου πυρός», Ευρ.
β. «θεογνωσίας νάμασι καταρδεύσαντας», Μηναί
γ. «τα νάματα της παιδείας»)
(νεοελλ.-μσν.) το κόκκινο και γλυκό κρασί που προορίζεται για τη θεία μετάληψη
αρχ.
(κατά τον Ησύχ.) α) «ξύλινος ὀχετός»
β) «νάματα
προβολαί».
[ΕΤΥΜΟΛ. < νάω «ρέω». Ο τ. νᾶμα (που εμφανίζει ᾱ μακρό) ανάγεται πιθ. σε ναFεμα, ενώ κατ' άλλη άποψη ο τ. < νάμα ή νάημα, κατ' αναλογίαν προς τα νάτωρ και νᾶρος].
Greek Monotonic
νᾶμα: -ατος, τό (νάω), οτιδήποτε ρέει, τρεχούμενο νερό, ποταμός, ρεύμα νερού, ρυάκι, σε Τραγ., Πλάτ.