ὑπερμενέων: Difference between revisions

From LSJ

Δεινότερον οὐδὲν ἄλλο μητρυιᾶς κακόν → Nulla est noverca pestis exitalior → Kein schlimmres Übel gibt's als eine Stiefmutter

Menander, Monostichoi, 127
(43)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-οντος, ὁ, Α<br /><b>1.</b> εξαιρετικά [[ισχυρός]], [[κραταιός]]<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>οἱ ὑπερμενέοντες</i><br />αλαζονικοί, υπεροπτικοί.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ποιητ. τ. του [[ὑπερμενής]] σχηματισμένος, για μετρικούς λόγους, με την κατάλ. -<i>έων</i> τών μτχ. (<b>πρβλ.</b> <i>δυσμεν</i>-<i>έων</i>: [[δυσμενής]], <i>ὑπερηνορ</i>-<i>έων</i>: [[ὑπερήνωρ]])].
|mltxt=-οντος, ὁ, Α<br /><b>1.</b> εξαιρετικά [[ισχυρός]], [[κραταιός]]<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>οἱ ὑπερμενέοντες</i><br />αλαζονικοί, υπεροπτικοί.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ποιητ. τ. του [[ὑπερμενής]] σχηματισμένος, για μετρικούς λόγους, με την κατάλ. -<i>έων</i> τών μτχ. (<b>πρβλ.</b> <i>δυσμεν</i>-<i>έων</i>: [[δυσμενής]], <i>ὑπερηνορ</i>-<i>έων</i>: [[ὑπερήνωρ]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὑπερμενέων:''' -οντος, ὁ, μτχ. [[χωρίς]] ενεστ. σε [[χρήση]], υπερβολικά [[δυνατός]], [[ισχυρός]], σε Ομήρ. Οδ.
}}
}}

Revision as of 20:08, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπερμενέων Medium diacritics: ὑπερμενέων Low diacritics: υπερμενέων Capitals: ΥΠΕΡΜΕΝΕΩΝ
Transliteration A: hypermenéōn Transliteration B: hypermeneōn Transliteration C: ypermeneon Beta Code: u(permene/wn

English (LSJ)

οντος, ὁ,

   A exceedingly mighty, ἄνδρες ὑπερμενέοντες, for ὑπερμενέες, Od. 19.62. (No Verb ὑπερμενέω occurs: cf. ὑπερηνορέων.)

Greek (Liddell-Scott)

ὑπερμενέων: -οντος, ὁ, ὑπερβαλλόντως ἰσχυρός, κραταιός, ἄνδρες ὑπερμενέοντες, ἀντὶ ὑπερμενέες Ὀδ. Τ. 62. (Δὲν ὑπάρχει ῥῆμα ὑπερμενέω· πρβλ. ὑπερηνορέων).

French (Bailly abrégé)

οντος;
orgueilleux, arrogant.
Étymologie: ὑπερμενής.

English (Autenrieth)

οντος (μένος): part. as adj., haughty, Od. 19.62†.

Greek Monolingual

-οντος, ὁ, Α
1. εξαιρετικά ισχυρός, κραταιός
2. στον πληθ. οἱ ὑπερμενέοντες
αλαζονικοί, υπεροπτικοί.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ποιητ. τ. του ὑπερμενής σχηματισμένος, για μετρικούς λόγους, με την κατάλ. -έων τών μτχ. (πρβλ. δυσμεν-έων: δυσμενής, ὑπερηνορ-έων: ὑπερήνωρ)].

Greek Monotonic

ὑπερμενέων: -οντος, ὁ, μτχ. χωρίς ενεστ. σε χρήση, υπερβολικά δυνατός, ισχυρός, σε Ομήρ. Οδ.