παράσειρος: Difference between revisions
Μὴ σπεῦδε πλουτεῖν, μὴ ταχὺς πένης γένῃ → Ditescere properans, inops fies cito → Vermeide schnellen Reichtum, sonst verarmst du schnell
(31) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο / [[παράσειρος]], -ον, ΝΑ<br />(για άλογα) αυτός που δεν [[είναι]] ζευγμένος [[αλλά]] δεμένος στα [[πλάγια]] του κανονικού ζεύγους αλόγων που σύρουν το όχημα, αλλ. [[σειραφόρος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[παράπλευρος]], αυτός που βρίσκεται στο [[πλευρό]] κάποιου<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[σύντροφος]]<br /><b>3.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ παράσειρα</i><br />οι κοιλότητες του στόματος στις δύο πλευρές της γλώσσας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>σειρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σειρά]]), <b>πρβλ.</b> <i>ά</i>-<i>σειρος</i>]. | |mltxt=-η, -ο / [[παράσειρος]], -ον, ΝΑ<br />(για άλογα) αυτός που δεν [[είναι]] ζευγμένος [[αλλά]] δεμένος στα [[πλάγια]] του κανονικού ζεύγους αλόγων που σύρουν το όχημα, αλλ. [[σειραφόρος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[παράπλευρος]], αυτός που βρίσκεται στο [[πλευρό]] κάποιου<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[σύντροφος]]<br /><b>3.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ παράσειρα</i><br />οι κοιλότητες του στόματος στις δύο πλευρές της γλώσσας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>σειρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σειρά]]), <b>πρβλ.</b> <i>ά</i>-<i>σειρος</i>]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''παράσειρος:''' -ον ([[σειρά]]), στερεωμένος παραπλεύρως, [[παράσειρος]] [[ἵππος]], [[άλογο]] ζευγμένο στα πλάγια του συνηθισμένου ζεύγους, [[προώστης]]· μεταφ., [[ομόζυγος]], [[αληθινός]] [[σύντροφος]], σε Ευρ. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:16, 30 December 2018
English (LSJ)
ον, (σειρά)
A tied or fastened alongside, π. ἵππος a horse harnessed alongside of the regular pair, = σειραφόρος, Poll.1.141, Them.Or.4.50a : metaph., associate, E.Or.1017 (lyr.). II generally, at the side, X. Cyn.5.23, Ael.NA15.10 ; παράσειρα, τά, parts on each side of the tongue, Ruf. Onom.57, Poll.2.107, cf. περισείρια ; δύο [πλευραὶ] π. two lowest of the true ribs, ib. 182.
German (Pape)
[Seite 497] neben od. an dem Seile, an der Leine gehend, gew. ἵππος, das nicht ins Joch gespannte, sondern daneben, an der Leine ziehende Pferd, Handpferd (vgl. σειραφόρος), Ggstz von ζύγιος, Themist., zw. Dah. nebenher gehend, der Gefährte, Πυλάδης ποδὶ κηδοσύνῳ παράσειρος, Eur. Or. 1017; – παρασείρους καθίησιν ὁρμιάς, auf beiden Seiten, Ael. H. A. 15, 10; vgl. Xen. Cyn. 5, 25; – τὰ παράσειρα, auch παράσυρα geschrieben, die Höhlen zu beiden Seiten der Zunge, VLL. u. sp. Medic. Nach Poll. 2, 182 auch die letzten Rippen, bei Hesych. παρασείρια. – Bei Ath. V, 206 c ist τὸ παράσειρον f. l. für παράσειον.
Greek (Liddell-Scott)
παράσειρος: -ον, (σειρὰ) ἐζευγμένος πλησίον, π. ἵππος, ὁ παρεζευγμένος εἰς τὰ πλάγια τοῦ συνήθους ζεύγους, = σειραφόρος, Πολυδ. Α΄, 141, Θεμίστ. σελ. 60, 12· - μεταφορ., ὁμόζυξ, ἀληθὴς σύντροφος, Εὐρ. Ὀρ. 1017. ΙΙ. καθόλου, ὁ πλησίον ἢ παραπλεύρως κείμενος, κτλ., Ξεν. Κυν. 5, 23 (κατὰ τὸν Schneid. ἀντὶ παράσηρος), Αἰλ. π. Ζ. 15. 10· - παράσειρα, τά, ἐσφαλμένως φέρεται παράσυρα, αἱ ἑκατέρωθεν τῆς γλώσσης κοιλότητες, Πολυδ. Β΄, 107· παρ’ Ἡσυχ. περισείρια· - δύο πλευραὶ π., αἱ δύο κατώταται τῶν γνησίων πλευρῶν, Πολυδ. Β΄, 128.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui se trouve à côté, sur le côté, de chaque côté.
Étymologie: παρά, σεῖρα.
Greek Monolingual
-η, -ο / παράσειρος, -ον, ΝΑ
(για άλογα) αυτός που δεν είναι ζευγμένος αλλά δεμένος στα πλάγια του κανονικού ζεύγους αλόγων που σύρουν το όχημα, αλλ. σειραφόρος
αρχ.
1. παράπλευρος, αυτός που βρίσκεται στο πλευρό κάποιου
2. μτφ. σύντροφος
3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ παράσειρα
οι κοιλότητες του στόματος στις δύο πλευρές της γλώσσας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + -σειρος (< σειρά), πρβλ. ά-σειρος].
Greek Monotonic
παράσειρος: -ον (σειρά), στερεωμένος παραπλεύρως, παράσειρος ἵππος, άλογο ζευγμένο στα πλάγια του συνηθισμένου ζεύγους, προώστης· μεταφ., ομόζυγος, αληθινός σύντροφος, σε Ευρ.