ἠῶθεν: Difference between revisions
πάντα πόνος τεύχει θνητοῖς μελέτη τε βροτείη → all things are made for mortals by human toil and care
(16) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἠῶθεν]] και δωρ. τ. [[ἀῶθεν]] (Α)<br /><b>επίρρ.</b><br /><b>1.</b> από το [[πρωί]], από την [[αυγή]] («[[ἠῶθεν]] δ' [[ἀγορήνδε]] καθεζώμεθα», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[αύριο]], το επόμενο [[πρωί]] ([[ἠῶθεν]] δέ κεν ὕμμιν [[ὁδοιπόριον]] παραθείμην», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>3.</b> [[πρωί]] [[πρωί]], [[κατά]] το [[πρωί]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ηώς</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>θεν</i>, κατάλ. δηλωτική της αφετηρίας]. | |mltxt=[[ἠῶθεν]] και δωρ. τ. [[ἀῶθεν]] (Α)<br /><b>επίρρ.</b><br /><b>1.</b> από το [[πρωί]], από την [[αυγή]] («[[ἠῶθεν]] δ' [[ἀγορήνδε]] καθεζώμεθα», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[αύριο]], το επόμενο [[πρωί]] ([[ἠῶθεν]] δέ κεν ὕμμιν [[ὁδοιπόριον]] παραθείμην», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>3.</b> [[πρωί]] [[πρωί]], [[κατά]] το [[πρωί]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ηώς</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>θεν</i>, κατάλ. δηλωτική της αφετηρίας]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἠῶθεν:''' Δωρ. [[ἀῶθεν]], επίρρ. ([[ἠώς]])· όπως το [[ἕωθεν]], από το [[πρωί]], δηλ. από την [[αυγή]], από το [[ξημέρωμα]], σε Όμηρ. κ.λπ.· [[συνήθως]] λέγεται για το επόμενο πρωινό, για το πρωινό που ακολουθεί, [[αύριο]] [[πολύ]] [[πρωί]], σε Ομήρ. Οδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:20, 30 December 2018
English (LSJ)
Dor. ἀῶθεν, Adv., (ἠώς)
A from morn, i.e. at dawn, at break of day, Il.11.555, 18.136, Od.1.372, etc.; ἠῶθεν μάλ' ἦρι 19.320; ἀῶθεν θεν ἅμα δρόσῳ Theoc.15.132. 2 to-morrow morning, Od.15.506; in the morning, A.R.4.1224.
German (Pape)
[Seite 1180] vom Morgen an, ep. = ἕωθεν, Hom. oft, ἠῶθεν γὰρ νεῦμαι ἅμ' ἠελίῳ ἀνιόντι, am Morgen, mit Anbruch des Tages, gew. vom folgenden Tage, Il. 18, 136 Od. 1, 372. 15, 308; = heute Morgen ib. 506; sp. Ep., wie Ap. Rh. 4, 1224.
Greek (Liddell-Scott)
ἠῶθεν: Δωρ. ἀῶθεν, Ἐπίρρ. (ἠὼς) ὡς τὸ ἕωθεν (ὃ ἴδε), ἀπὸ πρωίας, «ἀπὸ τὴν αὐγήν», κατὰ τὰ «χαράγματα», Ἰλ. Λ. 555, Σ. 136, Ὀδ. Α. 372, κτλ.· ἠῶθεν μάλ᾿ ἦρι Ὀδ. Τ. 320· ἀῶθεν ἅμα δρόσῳ Θεόκρ. 15. 132· - συνήθως ἐπὶ τῆς ἐπιούσης πρωΐας, αὔριον λίαν πρωί, ἐν Ὀδ. Ο. 506, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1224.
French (Bailly abrégé)
adv.
dès l’aurore, au point du jour.
Étymologie: ἠώς, -θεν.
English (Autenrieth)
(ἠώς): in the morning, Il. 11.555, Od. 1.372; to-morrow morning, Il. 18.136, Il. 19.320, Od. 1.372.
Greek Monolingual
ἠῶθεν και δωρ. τ. ἀῶθεν (Α)
επίρρ.
1. από το πρωί, από την αυγή («ἠῶθεν δ' ἀγορήνδε καθεζώμεθα», Ομ. Οδ.)
2. αύριο, το επόμενο πρωί (ἠῶθεν δέ κεν ὕμμιν ὁδοιπόριον παραθείμην», Ομ. Οδ.)
3. πρωί πρωί, κατά το πρωί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηώς + -θεν, κατάλ. δηλωτική της αφετηρίας].
Greek Monotonic
ἠῶθεν: Δωρ. ἀῶθεν, επίρρ. (ἠώς)· όπως το ἕωθεν, από το πρωί, δηλ. από την αυγή, από το ξημέρωμα, σε Όμηρ. κ.λπ.· συνήθως λέγεται για το επόμενο πρωινό, για το πρωινό που ακολουθεί, αύριο πολύ πρωί, σε Ομήρ. Οδ.