προαπολαύω: Difference between revisions

From LSJ

ὥστεβίος, ὢν καὶ νῦν χαλεπός, εἰς τὸν χρόνον ἐκεῖνον ἀβίωτος γίγνοιτ' ἂν τὸ παράπαν → and so life, which is hard enough now, would then become absolutely unendurable

Source
(34)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br />[[απολαύω]], [[χαίρομαι]] για [[κάτι]] εκ τών προτέρων.
|mltxt=Α<br />[[απολαύω]], [[χαίρομαι]] για [[κάτι]] εκ τών προτέρων.
}}
{{lsm
|lsmtext='''προαπολαύω:''' μέλ. <i>-αύσομαι</i>, [[απολαμβάνω]] εκ των προτέρων, σε Πλούτ.
}}
}}

Revision as of 20:36, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προαπολαύω Medium diacritics: προαπολαύω Low diacritics: προαπολαύω Capitals: ΠΡΟΑΠΟΛΑΥΩ
Transliteration A: proapolaúō Transliteration B: proapolauō Transliteration C: proapolayo Beta Code: proapolau/w

English (LSJ)

   A enjoy beforehand, Plu.Aem.30.

German (Pape)

[Seite 708] (s. λαύω), vorher genießen; Plut. Aemil. 30; Clem. Alex.

Greek (Liddell-Scott)

προαπολαύω: μέλλ. -απολαύσομαι, ἀπολαύω ἐκ τῶν προτέρων, Πλουτ. Αἰμίλ. 30.

French (Bailly abrégé)

jouir d’avance ou auparavant.
Étymologie: πρό, ἀπολαύω.

Greek Monolingual

Α
απολαύω, χαίρομαι για κάτι εκ τών προτέρων.

Greek Monotonic

προαπολαύω: μέλ. -αύσομαι, απολαμβάνω εκ των προτέρων, σε Πλούτ.