βραχυλογία: Difference between revisions
(7) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (AM [[βραχυλογία]]) [[βραχύλογος]] / [[βραχυλόγος]]]]<br /><b>1.</b> η [[συντομία]] στην [[έκφραση]] [[είτε]] στον προφορικό ή στον γραπτό λόγο<br /><b>2.</b> η [[πυκνότητα]] στην [[έκφραση]] με την [[παράλειψη]] λέξεων ή όρων οι οποίοι μπορούν να νοηθούν από τα συμφραζόμενα. | |mltxt=η (AM [[βραχυλογία]]) [[βραχύλογος]] / [[βραχυλόγος]]]]<br /><b>1.</b> η [[συντομία]] στην [[έκφραση]] [[είτε]] στον προφορικό ή στον γραπτό λόγο<br /><b>2.</b> η [[πυκνότητα]] στην [[έκφραση]] με την [[παράλειψη]] λέξεων ή όρων οι οποίοι μπορούν να νοηθούν από τα συμφραζόμενα. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''βρᾰχῠλογία:''' ἡ, [[λακωνικότητα]] στο λόγο και στη [[γραφή]], σε Πλάτ. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:40, 30 December 2018
English (LSJ)
ἡ,
A brevity in speech or writing, Hp.Decent.12, Pl.Grg.449c; β. τις Αακωνική Id.Prt.343b, etc.; ἡ Πιττακοῦ β. Plu.2.153e, cf. Demetr.Eloc.243 (pl.); opp. μῆκος, Pl.Lg.887b.
German (Pape)
[Seite 462] ἡ, Kürze im Reden, im Ausdruck, Λακωνική Plat. Prot. 343 b. Ggstz μῆκος Legg. X, 887 b.
Greek (Liddell-Scott)
βρᾰχῠλογία: ἡ, συντομία ἐν τῇ ὁμιλίᾳ ἢ τῇ γραφῇ, Ἱππ. 24. 43, Πλάτ. Γοργ. 449C, ὁ αὐτ. Πρωτ. 343B, κτλ.· ἀντίθετον τῷ μῆκος, ὁ αὐτ. Νόμ. 887B.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
brièveté dans le discours ou le style.
Étymologie: βραχυλόγος.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
• Alolema(s): jón -ίη Hp.Decent.12
1 parquedad en la palabra en la visita a un enfermo μεμνῆσθαι ... βραχυλογίης Hp.l.c.
•ret. braquilogía, concisión β. τις Λακωνική Pl.Prt.343b, ἐδεῖτο τῆς Πιττακοῦ βραχυλογίας Plu.2.153e, οὐ τῷ καταφρονεῖν αἱρεῖσθαι τὴν βραχυλογίαν Gal.5.360, cf. Sext.Sent.156, Philostr.Dial.1, Gr.Naz.Ep.244.9, Men.Prot.6.1.101, op. μακρολογία Pl.Grg.449c, Prt.335b, op. μῆκος Pl.Lg.887b, plu. διῇμεν τῶν παγκάλων τεχνημάτων βραχυλογιῶν τε καὶ εἰκονολογιῶν Pl.Phdr.269a, ὅτι ἐμφερῆ ταῖς βραχυλογίαις Demetr.Eloc.243.
2 gram. apócope ‘μάψ’ β. ἐκ τοῦ ‘μάτην’ Eust.187.28.
Greek Monolingual
η (AM βραχυλογία) βραχύλογος / βραχυλόγος]]
1. η συντομία στην έκφραση είτε στον προφορικό ή στον γραπτό λόγο
2. η πυκνότητα στην έκφραση με την παράλειψη λέξεων ή όρων οι οποίοι μπορούν να νοηθούν από τα συμφραζόμενα.
Greek Monotonic
βρᾰχῠλογία: ἡ, λακωνικότητα στο λόγο και στη γραφή, σε Πλάτ.