δυσκατάπαυστος: Difference between revisions
(10) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[δυσκατάπαυστος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που δύσκολα αναχαιτίζεται<br /><b>2.</b> [[ανήσυχος]] («[[δυσκατάπαυστος]] [[ψυχή]]», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ δυσκατάπαυστον</i><br />η [[ιδιότητα]] του δυσκατάπαυστου. | |mltxt=[[δυσκατάπαυστος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που δύσκολα αναχαιτίζεται<br /><b>2.</b> [[ανήσυχος]] («[[δυσκατάπαυστος]] [[ψυχή]]», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ δυσκατάπαυστον</i><br />η [[ιδιότητα]] του δυσκατάπαυστου. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''δυσκατάπαυστος:''' -ον ([[καταπαύω]]), [[δύσκολος]] στο να καμφθεί, να αναχαιτισθεί, [[απτόητος]], [[ακούραστος]], [[αέναος]], [[συνεχής]], σε Αισχύλ., Ευρ. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:48, 30 December 2018
English (LSJ)
ον,
A hard to check, ἄλγος A.Ch.470 (lyr.); βοή LXX 3 Ma.5.7; of persons, Plu.Alex.31; restless, ψυχή E.Med.109 (anap.); τὸ -ότερον Thphr. Vent.35.
German (Pape)
[Seite 682] schwer zu stillen; ἄλγος Aesch. Ch. 470; schwer zu beruhigen, ψυχή Eur. Med. 109; vgl. Plut. Alex. 31.
Greek (Liddell-Scott)
δυσκατάπαυστος: -ον, ὃν δύσκολον εἶνε νὰ ἀναχαιτίσῃ τις, ἄλγος Αἰσχύλ. Χο. 470· ἀνήσυχος, ψυχὴ Εὐρ. Μηδ. 109· -τὸ δυσκ. Θεόφρ. π. Ἀνέμ. 35.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
difficile à calmer ; agité.
Étymologie: δυσ-, καταπαύω.
Spanish (DGE)
(δυσκᾰτάπαυστος) -ον
• Prosodia: [-τᾰ-]
1 difícil de calmar, ἄλγος A.Ch.470 (cód.), βοή LXX 3Ma.5.7, πάθος Sch.Hes.Th.98
•difícil de refrenar o aplacar de pers. y abstr. ψυχή E.Med.109, θυμός Orib.Syn.5.49.5, πρᾶγμα D.25.49, στάσις Plu.2.246c, cf. Alex.31, Adam.1.7, ὀξύθυμοι καὶ δυσκατάπαυστοι de temperamentos, Orib.Syn.5.49.9
•neutr. subst. τὸ δυσκαταπαυστότερον la gran dificultad para calmarse del mar, Thphr.Vent.35.
2 adv. -ως con difícil aplacamiento δ. ἔχουσι πρὸς τὰς κατηγορίας οἱ ὀργιζόμενοι Sch.Er.Il.1.108-109.
Greek Monolingual
δυσκατάπαυστος, -ον (Α)
1. αυτός που δύσκολα αναχαιτίζεται
2. ανήσυχος («δυσκατάπαυστος ψυχή», Ευρ.)
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ δυσκατάπαυστον
η ιδιότητα του δυσκατάπαυστου.
Greek Monotonic
δυσκατάπαυστος: -ον (καταπαύω), δύσκολος στο να καμφθεί, να αναχαιτισθεί, απτόητος, ακούραστος, αέναος, συνεχής, σε Αισχύλ., Ευρ.