ἀοργησία: Difference between revisions

From LSJ

Βίον καλὸν ζῇς, ἂν γυναῖκα μὴ τρέφῃς → Uxorem si non duxis, vives commodeGut ist dein Leben, wenn du keine Frau ernährst

Menander, Monostichoi, 78
(5)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀοργησία]], η (AM) [[αόργητος]]<br />η [[συγκράτηση]] της οργής, η [[ψυχραιμία]], η [[πραότητα]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[πλήρης]] [[έλλειψη]] οργής.
|mltxt=[[ἀοργησία]], η (AM) [[αόργητος]]<br />η [[συγκράτηση]] της οργής, η [[ψυχραιμία]], η [[πραότητα]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[πλήρης]] [[έλλειψη]] οργής.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀοργησία:''' ἡ, [[έλλειψη]] του ψυχικού πάθους της οργής, [[παντελής]] [[απουσία]] οργής, σε Αριστ.
}}
}}

Revision as of 20:52, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀοργησία Medium diacritics: ἀοργησία Low diacritics: αοργησία Capitals: ΑΟΡΓΗΣΙΑ
Transliteration A: aorgēsía Transliteration B: aorgēsia Transliteration C: aorgisia Beta Code: a)orghsi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A a defect in the passion of anger, 'lack of gall', Arist. EN1108a8, cf. 1126a3 :—in good sense, Plu., who wrote a treatise περὶ ἀοργησίας, cf. Nic.Dam.p.150 D., Andronic.Rhod.p.575 M., Gal. 5.30.

German (Pape)

[Seite 272] ἡ, das nicht in Zorn Gerathen, Zornlosigkeit, Arist. Nic. Eth. 2, 7.

Greek (Liddell-Scott)

ἀοργησία: ἡ, ἡ παντελὴς ἔλλειψις ὀργῆς, ἐν ἀντιθ. πρὸς τὸ ὀργιλότης, ἡ δὲ ἔλλειψις [ὀργῆς], εἴτ’ ἀοργησία τις ἐστὶν εἴθ’ ὅ,τι δήποτε, ψέγεται, οἱ γὰρ μὴ ὀργιζόμενοι ἐφ’ οἷς δεῖ ἠλίθιοι δοκοῦσιν εἶναι Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 5, 5: ― Ἐπὶ καλῆς σημασίας, Πλούτ., ὅστις καὶ ἔγραψε πραγματείαν περὶ ἀοργησίας.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
calme ou égalité de l’âme.
Étymologie: ἀόργητος.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
1 indiferencia, falta de pasión, pasividad en sent. peyor. ἔστιν οὖν ἡ πραότης ἀνὰ μέσον ὀργιλότητος καὶ ἀοργησίας Arist.MM 1191b25, cf. EN 1108a8, 1126a3.
2 calma, dominio de la pasión, dominio de la ira περὶ ἀοργησίας tít. de una obra de Plutarco, Plu.2.452d, cf. Nic.Dam.103w., Andronic.Rhod.p.575, Gal.5.30, Ath.Al.M.26.869B.

Greek Monolingual

ἀοργησία, η (AM) αόργητος
η συγκράτηση της οργής, η ψυχραιμία, η πραότητα
αρχ.
πλήρης έλλειψη οργής.

Greek Monotonic

ἀοργησία: ἡ, έλλειψη του ψυχικού πάθους της οργής, παντελής απουσία οργής, σε Αριστ.