συνδιοικέω: Difference between revisions
βορβόρῳ δ' ὕδωρ λαμπρὸν μιαίνων οὔποθ' εὑρήσεις ποτόν → once limpid waters are stained with mud, you'll never find a drink
(Bailly1_5) |
(6) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=-ῶ :<br />administrer avec <i>ou</i> ensemble, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[διοικέω]]. | |btext=-ῶ :<br />administrer avec <i>ou</i> ensemble, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[διοικέω]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''συνδιοικέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[διοικώ]] από κοινού με κάποιον [[άλλο]], [[συνάρχω]], συγκυβερνώ, με δοτ., σε Δημ. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:56, 30 December 2018
English (LSJ)
A administer together, Is.7.9, Plb.6.11a.7; ἀγῶνα Milet.1(7).203a17 (ii B.C.); τινι with one, D.24.160; bring about together with, μετὰ τῆς πρες βείας, ὅπως . . SIG353.5 (Ephesus, iv B.C.):—Med., παρὰ τῶν πρυτάνεων, ὅπως . . Thphr.Char.21.11 (s.v.l.):—Pass., share the advantage of, τὰ φυτὰ τῇ [τῶν μεγάλων δενδρῶν] -ούμενα στερεότητι Sor.1.96.
German (Pape)
[Seite 1008] mit od. zugleich verwalten, anordnen, τινί, mit Einem; Is. 7, 9; Dem. 24, 160.
Greek (Liddell-Scott)
συνδιοικέω: διοικῶ ὁμοῦ, Ἰσαῖ. 64. 15, Πολύβ., κλπ.˙ τινι, μετά τινος, Δημ. 750. 11. ― Μέσ., συνδιοικήσασθαι μετὰ τῶν πρυτάνεων Θεοφρ. Χαρ. 21.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
administrer avec ou ensemble, τινι.
Étymologie: σύν, διοικέω.
Greek Monotonic
συνδιοικέω: μέλ. -ήσω, διοικώ από κοινού με κάποιον άλλο, συνάρχω, συγκυβερνώ, με δοτ., σε Δημ.