συνάρχω

From LSJ

μεριμνᾷς καὶ τυρβάζῃ περὶ πολλά → you are worried and bothered about so many things, thou art careful and troubled about many things, you are worried and upset about many things

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνάρχω Medium diacritics: συνάρχω Low diacritics: συνάρχω Capitals: ΣΥΝΑΡΧΩ
Transliteration A: synárchō Transliteration B: synarchō Transliteration C: synarcho Beta Code: suna/rxw

English (LSJ)

A rule jointly with, τινι Hdt.8.130.
2 to be a colleague or partner in office, c. dat., Th.7.31: ὁ συνάρχων colleague in office, Id.6.25, 8.27, Lys.12.52, Pl.R. 463b, freq. in Inscrr., IG12.304.6, al.; στεφανοῦσθαι ὑπὸ τῶν συναρχόντων Hyp.Lyc.16; τῶν τούτου συναρχόντων Lys.12.79.
II Med. συνάρχομαι, begin in like manner, A.D.Synt.168.12: c. dat., Id.Pron.56.29.
2 begin at the same time as, c. dat., Phlp. in de An.588.4.

German (Pape)

[Seite 1004] mit herrschen, Amtsgenosse in einem obrigkeitlichen Amte sein; πάντες οἱ κατὰ τοὺς τόπους συνάρχοντες τῷ μεγίστῳ δαίμονι θεοί, Plat. Polit. 272 e; οἱ ξυνάρχοντες, die Amtsgenossen, Thuc. 6, 15. 7, 16; Plat. Rep. IV, 463 b; Lys. 12, 52; Pol. 3, 70, 2 u. öfter.

French (Bailly abrégé)

1 gouverner ou diriger conjointement avec, τινι;
2 participer au pouvoir, être collègue dans une charge.
Étymologie: σύν, ἄρχω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συνάρχω, Att. ook ξυνάρχω [σύναρχος] mede of samen (met...) het commando voeren, met dat. met. (de) ambtgenoot zijn, met dat. van iem.; subst. ptc. ὁ συνάρχων ambtgenoot, collega.

Russian (Dvoretsky)

συνάρχω: совместно управлять: σ. τινί Her. быть облеченным властью вместе с кем-л.; ὁ συνάρχων Thuc., Xen., Plat., Arst., Plut. коллега по государственной должности.

Greek Monolingual

ΝΜΑ, και αττ. τ. ξυνάρχω Α σύναρχος
1. κυβερνώ από κοινού με άλλον
2. είμαι κάτοχος του ίδιου αξιώματος με άλλον
μσν.-αρχ.
αρχίζω ταυτόχρονα με άλλον
αρχ.
μέσ. συνάρχομαι
αρχίζω με τον ίδιο τρόπο.

Greek Monotonic

συνάρχω: μέλ. -ξω,
1. κυβερνώ, εξουσιάζω, διοικώ από κοινού με, τινί, σε Ηρόδ.
2. απόλ., μετέχω, είμαι σύντροφος σε κάποιο αξίωμα, σε Θουκ.· ὁ συνάρχων, αυτός που μετέχει ενός αξιώματος, που είναι συνάδελφος στην άσκηση εξουσίας, συνδιοικητής, συγκυβερνήτης, στον ίδ.

Greek (Liddell-Scott)

συνάρχω: μέλλ. -ξω, ἄρχω, κυβερνῶ ἀπὸ κοινοῦ μετά τινος, τινι Ἡρόδ. 8. 130. 2) ἀπολ., εἶμαι συνάρχων ἢ σύντροφος ἐν τῷ ἀξιώματι, Θουκ. 7. 31· ὁ συνάρχων, ὁ μετέχων ἐν τῷ ἀξιώματι, «συνάδελφος» ἐν τῇ ἀρχῇ, ὁ αὐτ. 6. 23., 8. 27, Λυσί. 125. 6, Πλάτ., καὶ συχν. ἐν Ἐπιγραφαῖς, οἷον Συλλ. Ἐπιγρ. 138-150· στεφανοῦσθαι ὑπὸ τῶν συναρχόντων Ὑπερείδ. Ὑπέρ Λυκόφρ. 13· τῶν τουτονὶ συναρχόντων Λυσί. 127. 27. ΙΙ. ἀποθετ., συνάρχομαι, ἄρχομαι κατὰ τὸν αὐτὸν τρόπον, ἀρχίζω ὁμοίως, Γρηγ. Κορίνθ. 404 § XXIII, ἔνθα ἴδε ὑποσημ., Φιλόπονος εἰς Ἀριστ. περὶ Ψυχῆς σ. 588 Hayd.

Middle Liddell

fut. ξω
1. to rule jointly with, τινί Hdt.
2. absol. to be a colleague in office, Thuc.: ὁ συνάρχων a colleague, Thuc.