εὔστολος: Difference between revisions

From LSJ

Μούνη γὰρ ἄγειν οὐκέτι σωκῶ λύπης ἀντίρροπον ἄχθος → I have no longer strength to bear alone the burden of grief that weighs me down

Sophocles, Electra, 119-120
(15)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[εὔστολος]], -ον (ΑΜ)<br /><b>1.</b> (για πλοία) [[ευσταλής]], καλά εξοπλισμένος<br /><b>2.</b> [[ευσταλής]], με [[ωραίο]] [[παράστημα]] («ἦν δὲ τῇ ἡλικίᾳ [[εὔστολος]]»)<br /><b>3.</b> [[κόσμιος]], με αξιοπρεπή και ευγενική [[συμπεριφορά]]<br /><b>4.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ εὔστολον</i><br />το [[ωραίο]] [[παράστημα]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[ασφαλής]], [[βολικός]] («εὐσταλῆ λιμένα»)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> ψυχική [[ευγένεια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>στολος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[στολή]] «[[εξοπλισμός]]»)].
|mltxt=[[εὔστολος]], -ον (ΑΜ)<br /><b>1.</b> (για πλοία) [[ευσταλής]], καλά εξοπλισμένος<br /><b>2.</b> [[ευσταλής]], με [[ωραίο]] [[παράστημα]] («ἦν δὲ τῇ ἡλικίᾳ [[εὔστολος]]»)<br /><b>3.</b> [[κόσμιος]], με αξιοπρεπή και ευγενική [[συμπεριφορά]]<br /><b>4.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ εὔστολον</i><br />το [[ωραίο]] [[παράστημα]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[ασφαλής]], [[βολικός]] («εὐσταλῆ λιμένα»)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> ψυχική [[ευγένεια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>στολος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[στολή]] «[[εξοπλισμός]]»)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''εὔστολος:''' -ον ([[στολή]]), = [[εὐσταλής]], σε Σοφ.
}}
}}

Revision as of 20:56, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὔστολος Medium diacritics: εὔστολος Low diacritics: εύστολος Capitals: ΕΥΣΤΟΛΟΣ
Transliteration A: eústolos Transliteration B: eustolos Transliteration C: eystolos Beta Code: eu)/stolos

English (LSJ)

ον,

   A = εὐσταλής 1.1, ναῦς S.Ph.516 (lyr.); ὁλκάς A.R.1.603.    2 = εὐσταλής 1.4, Πλάτων Luc.Epigr.45 (acc. to Planudes).

German (Pape)

[Seite 1099] wohl gerüstet, wie εὐσταλής, ναῦς Soph. Phil. 512; ἐΰστολος ὁλκάς Ap. Rh. 1, 603. Bei Schol. Il. 1, 429 wird εὔζωνος dadurch erklärt.

Greek (Liddell-Scott)

εὔστολος: -ον, = εὐσταλής, ναῦς Σοφ. Φιλ. 516, πρβλ. Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 603.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
bien équipé ; agile, léger.
Étymologie: εὖ, στέλλω.

Greek Monolingual

εὔστολος, -ον (ΑΜ)
1. (για πλοία) ευσταλής, καλά εξοπλισμένος
2. ευσταλής, με ωραίο παράστημα («ἦν δὲ τῇ ἡλικίᾳ εὔστολος»)
3. κόσμιος, με αξιοπρεπή και ευγενική συμπεριφορά
4. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὔστολον
το ωραίο παράστημα
μσν.
1. ασφαλής, βολικός («εὐσταλῆ λιμένα»)
2. το ουδ. ως ουσ. ψυχική ευγένεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -στολος (< στολή «εξοπλισμός»)].

Greek Monotonic

εὔστολος: -ον (στολή), = εὐσταλής, σε Σοφ.