εὔστολος: Difference between revisions
Μούνη γὰρ ἄγειν οὐκέτι σωκῶ λύπης ἀντίρροπον ἄχθος → I have no longer strength to bear alone the burden of grief that weighs me down
(15) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[εὔστολος]], -ον (ΑΜ)<br /><b>1.</b> (για πλοία) [[ευσταλής]], καλά εξοπλισμένος<br /><b>2.</b> [[ευσταλής]], με [[ωραίο]] [[παράστημα]] («ἦν δὲ τῇ ἡλικίᾳ [[εὔστολος]]»)<br /><b>3.</b> [[κόσμιος]], με αξιοπρεπή και ευγενική [[συμπεριφορά]]<br /><b>4.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ εὔστολον</i><br />το [[ωραίο]] [[παράστημα]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[ασφαλής]], [[βολικός]] («εὐσταλῆ λιμένα»)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> ψυχική [[ευγένεια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>στολος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[στολή]] «[[εξοπλισμός]]»)]. | |mltxt=[[εὔστολος]], -ον (ΑΜ)<br /><b>1.</b> (για πλοία) [[ευσταλής]], καλά εξοπλισμένος<br /><b>2.</b> [[ευσταλής]], με [[ωραίο]] [[παράστημα]] («ἦν δὲ τῇ ἡλικίᾳ [[εὔστολος]]»)<br /><b>3.</b> [[κόσμιος]], με αξιοπρεπή και ευγενική [[συμπεριφορά]]<br /><b>4.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ εὔστολον</i><br />το [[ωραίο]] [[παράστημα]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[ασφαλής]], [[βολικός]] («εὐσταλῆ λιμένα»)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> ψυχική [[ευγένεια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>στολος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[στολή]] «[[εξοπλισμός]]»)]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''εὔστολος:''' -ον ([[στολή]]), = [[εὐσταλής]], σε Σοφ. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:56, 30 December 2018
English (LSJ)
ον,
A = εὐσταλής 1.1, ναῦς S.Ph.516 (lyr.); ὁλκάς A.R.1.603. 2 = εὐσταλής 1.4, Πλάτων Luc.Epigr.45 (acc. to Planudes).
German (Pape)
[Seite 1099] wohl gerüstet, wie εὐσταλής, ναῦς Soph. Phil. 512; ἐΰστολος ὁλκάς Ap. Rh. 1, 603. Bei Schol. Il. 1, 429 wird εὔζωνος dadurch erklärt.
Greek (Liddell-Scott)
εὔστολος: -ον, = εὐσταλής, ναῦς Σοφ. Φιλ. 516, πρβλ. Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 603.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
bien équipé ; agile, léger.
Étymologie: εὖ, στέλλω.
Greek Monolingual
εὔστολος, -ον (ΑΜ)
1. (για πλοία) ευσταλής, καλά εξοπλισμένος
2. ευσταλής, με ωραίο παράστημα («ἦν δὲ τῇ ἡλικίᾳ εὔστολος»)
3. κόσμιος, με αξιοπρεπή και ευγενική συμπεριφορά
4. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὔστολον
το ωραίο παράστημα
μσν.
1. ασφαλής, βολικός («εὐσταλῆ λιμένα»)
2. το ουδ. ως ουσ. ψυχική ευγένεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -στολος (< στολή «εξοπλισμός»)].