μαρτύρημα: Difference between revisions

From LSJ

ἴσον ἔχουσαν πατρὶ μένος καὶ ἐπίφρονα βουλήν (Hesiod, Theogony 896) → equal to her father in strength and in wise understanding (on Athena necklace)

Source
(24)
(5)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[μαρτύρεμα]], το (Α [[μαρτύρημα]]) [[μαρτυρώ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> η [[ανακοίνωση]] ή η [[κατάδοση]] επιλήψιμης πράξης που έκανε [[κάποιος]] («τα μαρτυρέματα δεν αρέσουν στον δάσκαλό μας»)<br /><b>2.</b> [[βάσανο]], [[ταλαιπωρία]], [[μαρτυρεμός]] («τράβηξα μεγάλο [[μαρτύρεμα]] μ' αυτόν τον άνθρωπο»)<br /><b>αρχ.</b><br />το να αποτελεί [[κάποιος]] ή [[κάτι]] [[μαρτυρία]] ή [[απόδειξη]] για [[κάτι]].
|mltxt=και [[μαρτύρεμα]], το (Α [[μαρτύρημα]]) [[μαρτυρώ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> η [[ανακοίνωση]] ή η [[κατάδοση]] επιλήψιμης πράξης που έκανε [[κάποιος]] («τα μαρτυρέματα δεν αρέσουν στον δάσκαλό μας»)<br /><b>2.</b> [[βάσανο]], [[ταλαιπωρία]], [[μαρτυρεμός]] («τράβηξα μεγάλο [[μαρτύρεμα]] μ' αυτόν τον άνθρωπο»)<br /><b>αρχ.</b><br />το να αποτελεί [[κάποιος]] ή [[κάτι]] [[μαρτυρία]] ή [[απόδειξη]] για [[κάτι]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''μαρτύρημα:''' [ῠ], -ατος, τό, [[μαρτυρία]], [[κατάθεση]], σε Ευρ.
}}
}}

Revision as of 21:04, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μαρτῠρημα Medium diacritics: μαρτύρημα Low diacritics: μαρτύρημα Capitals: ΜΑΡΤΥΡΗΜΑ
Transliteration A: martýrēma Transliteration B: martyrēma Transliteration C: martyrima Beta Code: martu/rhma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A testimony, E.Supp.1204.

Greek (Liddell-Scott)

μαρτύρημα: [ῠ], τό, μαρτυρία, Εὐρ. Ἱκέτ. 1204.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
témoignage.
Étymologie: μαρτυρέω.

Greek Monolingual

και μαρτύρεμα, το (Α μαρτύρημα) μαρτυρώ
νεοελλ.
1. η ανακοίνωση ή η κατάδοση επιλήψιμης πράξης που έκανε κάποιος («τα μαρτυρέματα δεν αρέσουν στον δάσκαλό μας»)
2. βάσανο, ταλαιπωρία, μαρτυρεμός («τράβηξα μεγάλο μαρτύρεμα μ' αυτόν τον άνθρωπο»)
αρχ.
το να αποτελεί κάποιος ή κάτι μαρτυρία ή απόδειξη για κάτι.

Greek Monotonic

μαρτύρημα: [ῠ], -ατος, τό, μαρτυρία, κατάθεση, σε Ευρ.