συβώτης: Difference between revisions
πάρειμι δ' ἄκων οὐχ ἑκοῦσιν, οἶδ' ὅτι → I'm here unwilling, before those who don't want me, I'm sure
(39) |
(6) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και δ. γρ. [[συβότης]], ό, θηλ. [[συβώτρια]], Α<br />[[χοιροβοσκός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>σῦς</i> «[[χοίρος]], [[κάπρος]]» <span style="color: red;">+</span> -[[βώτης]] / -[[βότης]] (<span style="color: red;"><</span> [[βόσκω]]), <b>πρβλ.</b> <i>ἱππο</i>-[[βώτης]] / <i>ἱππο</i>-[[βότης]]. Ο τ. απαντά στη Μυκηναϊκή (<b>πρβλ.</b> μυκην. <i>suqota</i>)]. | |mltxt=και δ. γρ. [[συβότης]], ό, θηλ. [[συβώτρια]], Α<br />[[χοιροβοσκός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>σῦς</i> «[[χοίρος]], [[κάπρος]]» <span style="color: red;">+</span> -[[βώτης]] / -[[βότης]] (<span style="color: red;"><</span> [[βόσκω]]), <b>πρβλ.</b> <i>ἱππο</i>-[[βώτης]] / <i>ἱππο</i>-[[βότης]]. Ο τ. απαντά στη Μυκηναϊκή (<b>πρβλ.</b> μυκην. <i>suqota</i>)]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''σῠβώτης:''' -ου, ὁ ([[σῦς]], [[βόσκω]]), [[χοιροβοσκός]], σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:04, 30 December 2018
English (LSJ)
ου, ὁ, (σῦς, βόσκω)
A swineherd, Od.4.640, 14.420, Hdt.2.47,48, Pl.R.373c, etc.
German (Pape)
[Seite 961] ὁ, Sauhirt, Schweinehirt; Od. 4, 640 u. öfter; Her. 2, 47. 48; Plat. Theaet. 174, d; Folgde.
Greek (Liddell-Scott)
σῠβώτης: -ου, ὁ, (σῦς, βόσκω) χοιροβοσκός, Ὀδ. Δ. 640, Ξ. 420, Ἡρόδ. 2. 47, 48, Πλάτ., κλπ.· πρβλ. συβότης, ὑφορβός.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
gén. épq. -εω;
gardeur de pourceaux, porcher.
Étymologie: σῦς, βόσκω.
English (Autenrieth)
(βόσκω), -εω: swineherd. (Od.)
Greek Monolingual
και δ. γρ. συβότης, ό, θηλ. συβώτρια, Α
χοιροβοσκός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῦς «χοίρος, κάπρος» + -βώτης / -βότης (< βόσκω), πρβλ. ἱππο-βώτης / ἱππο-βότης. Ο τ. απαντά στη Μυκηναϊκή (πρβλ. μυκην. suqota)].
Greek Monolingual
και δ. γρ. συβότης, ό, θηλ. συβώτρια, Α
χοιροβοσκός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῦς «χοίρος, κάπρος» + -βώτης / -βότης (< βόσκω), πρβλ. ἱππο-βώτης / ἱππο-βότης. Ο τ. απαντά στη Μυκηναϊκή (πρβλ. μυκην. suqota)].
Greek Monotonic
σῠβώτης: -ου, ὁ (σῦς, βόσκω), χοιροβοσκός, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ.