διάστερος: Difference between revisions

From LSJ

Πολλοὺς ὁ καιρὸς οὐκ ὄντας ποιεῖ φίλους → Occasione amicus fit, qui non fuit → Die rechte Zeit macht manchen, der's nicht ist, zum Freund

Menander, Monostichoi, 446
(9)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[διάστερος]], -ον)<br />[[γεμάτος]] αστέρια, [[έναστρος]].
|mltxt=-η, -ο (AM [[διάστερος]], -ον)<br />[[γεμάτος]] αστέρια, [[έναστρος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''διάστερος:''' -ον, [[κατάμεστος]] από αστέρια, καταστόλιστος, <i>δ.λίθοις</i>, σε Λουκ.
}}
}}

Revision as of 21:20, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διάστερος Medium diacritics: διάστερος Low diacritics: διάστερος Capitals: ΔΙΑΣΤΕΡΟΣ
Transliteration A: diásteros Transliteration B: diasteros Transliteration C: diasteros Beta Code: dia/steros

English (LSJ)

ον,

   A starred, jewelled, δ. λίθοις Luc.Am.41.

German (Pape)

[Seite 603] gestirnt; στεφάνη λίθοις δ., mit Edelsteinen, wie mit Sternen geziert, Luc. Amor. 41.

Greek (Liddell-Scott)

διάστερος: -ον, πλήρης ἀστέρων, κατάστερος, δ. λίθος Λουκ. Ἔρωσ. 41.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
constellé.
Étymologie: διά, ἀστήρ.

Spanish (DGE)

-ον
con estrellas metáf. στεφάνη ... λίθοις Ἰνδικοῖς δ. una corona adornada con piedras de la India a modo de estrellas Luc.Am.41.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM διάστερος, -ον)
γεμάτος αστέρια, έναστρος.

Greek Monotonic

διάστερος: -ον, κατάμεστος από αστέρια, καταστόλιστος, δ.λίθοις, σε Λουκ.