ἄπεδος: Difference between revisions
μή, φίλα ψυχά, βίον ἀθάνατον σπεῦδε, τὰν δ' ἔμπρακτον ἄντλει μαχανάν → Oh! my soul do not aspire to eternal life, but exhaust the limits of the possible. | Do not yearn, O my soul, for immortal life! Use to the utmost the skill that is yours. | Do not, my soul, strive for the life of the immortals, but exhaust the practical means at your disposal.
(5) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἄπεδος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> [[πεδινός]], [[επίπεδος]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἄπεδον</i><br />η επίπεδη [[επιφάνεια]], η [[πεδιάδα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>α</i>- <b>αθροιστ.</b> <span style="color: red;">+</span> [[πέδον]] «[[έδαφος]], γη»]. | |mltxt=[[ἄπεδος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> [[πεδινός]], [[επίπεδος]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἄπεδον</i><br />η επίπεδη [[επιφάνεια]], η [[πεδιάδα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>α</i>- <b>αθροιστ.</b> <span style="color: red;">+</span> [[πέδον]] «[[έδαφος]], γη»]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἄπεδος:''' -ον (<i>α αθροιστικό</i> και [[πέδον]]), [[ομαλός]], [[επίπεδος]], [[ομοιόμορφος]], [[ίσιος]], [[πεδινός]], σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.· <i>ἄπεδον</i>, <i>τό</i>, [[πεδιάδα]], επίπεδη [[επιφάνεια]], σε Ηρόδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:24, 30 December 2018
English (LSJ)
ον, (ἀ- copul., πέδον)
A level, flat, χώρη Hdt.1.110, cf. 9.25, 102, Th.7.78, X.Cyn.6.9:—Subst. ἄπεδον, τό, flat surface, Hdt.4.62.
German (Pape)
[Seite 283] (πέδον, α copulat.), eben, Her. 9, 102; τὸ ἄπεδον, die Ebene, 4, 62; Thuc. 7, 78 u. Sp.; χωρία ἄπεδα Ael. H. A. 16, 12.
Greek (Liddell-Scott)
ἄπεδος: -ον, (α ἄθροιστ. -πέδον), ἐπίπεδος, ἴσος πεδινός, Λατ. plamus campestris, χώρη Ἡρόδ. 1. 110, πρβλ. 9. 25, 102, Θουκ. 7. 78 Ξέν.: ὡς οὐσιαστ. ἄπεδον, τό, ἐπίπεδος ἐπιφάνεια, πεδιάς, Ἡρόδ. 4. 62.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
plan, uni.
Étymologie: ἀ- cop., πέδον.
Spanish (DGE)
-ον
1 llano, liso χώρη Hdt.1.110, χῶρος Hdt.9.25, 102, χωρίον Th.7.78, cf. X.Cyn.6.9, Ael.NA 16.12, Aristid.Or.17.16, Lib.Or.11.22.
2 subst. τὸ ἄ. superficie plana Hdt.4.62.
Greek Monolingual
ἄπεδος, -ον (Α)
1. πεδινός, επίπεδος
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἄπεδον
η επίπεδη επιφάνεια, η πεδιάδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- αθροιστ. + πέδον «έδαφος, γη»].
Greek Monotonic
ἄπεδος: -ον (α αθροιστικό και πέδον), ομαλός, επίπεδος, ομοιόμορφος, ίσιος, πεδινός, σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.· ἄπεδον, τό, πεδιάδα, επίπεδη επιφάνεια, σε Ηρόδ.