μελίχλωρος: Difference between revisions
ἐπεὰν νῶτον ὑὸς δελεάσῃ περὶ ἄγκιστρον, μετιεῖ ἐς μέσον τὸν ποταμόν, ὁ κροκόδειλος ἵεται κατὰ τὴν φωνήν, ἐντυχὼν δὲ τῷ νώτῳ καταπίνει → when he has baited a hog's back onto a hook, he throws it into the middle of the river, ... the crocodile lunges toward the voice of a squealing piglet, and having come upon the hogback, swallows it
(24) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[μελίχλωρος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει το [[χρώμα]] του μελιού, [[κίτρινος]], [[χλομός]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[μελίχλωρος]] [[λίθος]]» — [[είδος]] πολύτιμου λίθου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέλι]] <span style="color: red;">+</span> [[χλωρός]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>μιξό</i>-<i>χλωρος</i>, <i>υπό</i>-<i>χλωρος</i>]. | |mltxt=[[μελίχλωρος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει το [[χρώμα]] του μελιού, [[κίτρινος]], [[χλομός]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[μελίχλωρος]] [[λίθος]]» — [[είδος]] πολύτιμου λίθου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέλι]] <span style="color: red;">+</span> [[χλωρός]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>μιξό</i>-<i>χλωρος</i>, <i>υπό</i>-<i>χλωρος</i>]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''μελίχλωρος:''' -ον, αυτός που έχει το ωχρό [[χρώμα]] του μελιού, [[χλωμός]], σε Πλάτ., Θεόκρ. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:32, 30 December 2018
English (LSJ)
ον,
A honey-yellow, olive-complexioned, Pl.R.474e, Arist.Phgn.812a19, Theoc. 10.27, Nic.Th.797; μ. ἦν ὁ Πάτροκλος Philostr.Her.19.9.
German (Pape)
[Seite 125] honiggelb, Arist. physiogn. 6, auch Plat. Rep. V, 474 e richtigere Lesart für μελάγχλωρος, u. Theocr. 10, 27.
Greek (Liddell-Scott)
μελίχλωρος: -ον, ὁ ἔχων μέλιτος χροιάν, ἢ ἴσως μόνον λέξις ἠπιωτέρα ἀντὶ τοῦ χλωρός, Πλάτ. Πολ. 474Ε, Θεόκρ. 10. 27, Νικ. Θηρ. 797.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
jaune comme le miel.
Étymologie: μέλι, χλωρός.
Greek Monolingual
μελίχλωρος, -ον (Α)
1. αυτός που έχει το χρώμα του μελιού, κίτρινος, χλομός
2. φρ. «μελίχλωρος λίθος» — είδος πολύτιμου λίθου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλι + χλωρός (πρβλ. μιξό-χλωρος, υπό-χλωρος].
Greek Monotonic
μελίχλωρος: -ον, αυτός που έχει το ωχρό χρώμα του μελιού, χλωμός, σε Πλάτ., Θεόκρ.