γνωμίδιον: Difference between revisions
From LSJ
κρατίστην εἶναι δημοκρατίαν τὴν μήτε πλουσίους ἄγαν μήτε πένητας ἔχουσαν πολίτας → the best democracy is that in which the citizens are neither very rich nor very poor (Thales/Plutarch)
(8) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[γνωμίδιον]], το (Α) [[γνώμη]]<br />γνωμικό, [[απόφθεγμα]]. | |mltxt=[[γνωμίδιον]], το (Α) [[γνώμη]]<br />γνωμικό, [[απόφθεγμα]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''γνωμίδιον:''' τό, υποκορ. του [[γνώμη]] III, σε Αριστοφ. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:32, 30 December 2018
English (LSJ)
τό, Dim. of γνώμη, Ar. Eq.100, Nu.321, Luc.Par.42.
German (Pape)
[Seite 498] τό, dim. zu γνώμη, Meinung, Ar. Equ. 100 Nubb. 320; Luc. Paras. 42; Alciphr. 3, 22.
Greek (Liddell-Scott)
γνωμίδιον: τό, ὑποκορ. τοῦ γνώμη, Ἀριστοφ. Ἱππ. 100, Νεφέλ. 321.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
courte sentence.
Étymologie: dim. de γνώμη.
Spanish (DGE)
-ου, τό
máxima c. matiz despect. o irón. γνωμιδίῳ γνώμην νύξασα Ar.Nu.321, cf. Eq.100, Luc.Par.42, Alciphr.2.19.2.
Greek Monolingual
γνωμίδιον, το (Α) γνώμη
γνωμικό, απόφθεγμα.
Greek Monotonic
γνωμίδιον: τό, υποκορ. του γνώμη III, σε Αριστοφ.