ἀποκερματίζω: Difference between revisions

From LSJ

οὐ δικαίως θάνατον ἔχθουσιν βροτοί, ὅσπερ μέγιστον ῥῦμα τῶν πολλῶν κακῶν → unjustly men hate death, which is the greatest defence against their many ills | men are not right in hating death, which is the greatest succour from our many ills

Source
(big3_6)
(3)
Line 21: Line 21:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=(ἀποκερμᾰτίζω) <b class="num">1</b> [[despedazar]], [[dividir]] fig. εἰς ἑαυτὰς τὴν ὅλην del alma, Porph.<i>Sent</i>.37.<br /><b class="num">2</b> [[deshacer]], [[disipar]] (τὸν βίον) <i>AP</i> 7.607 (Pall.).
|dgtxt=(ἀποκερμᾰτίζω) <b class="num">1</b> [[despedazar]], [[dividir]] fig. εἰς ἑαυτὰς τὴν ὅλην del alma, Porph.<i>Sent</i>.37.<br /><b class="num">2</b> [[deshacer]], [[disipar]] (τὸν βίον) <i>AP</i> 7.607 (Pall.).
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀποκερμᾰτίζω:''' Αττ. μέλ. <i>-ιῶ</i>, [[ανταλλάσσω]] μεγαλύτερης αξίας νομίσματα με κέρματα μικρότερης αξίας· μεταφ., [[ἀποκερματίζω]] τὸν βίον, [[δαπανώ]], [[κατασπαταλώ]] την [[περιουσία]] μου, σε Ανθ.
}}
}}

Revision as of 21:36, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποκερμᾰτίζω Medium diacritics: ἀποκερματίζω Low diacritics: αποκερματίζω Capitals: ΑΠΟΚΕΡΜΑΤΙΖΩ
Transliteration A: apokermatízō Transliteration B: apokermatizō Transliteration C: apokermatizo Beta Code: a)pokermati/zw

English (LSJ)

   A break into small pieces, Porph.Sent.37.    2 metaph., ἀ. τὸν βίον dissipate one's whole substance, AP7.607 (Pall.).

German (Pape)

[Seite 306] in Scheidemünze umwechseln; ein großes Vermögen klein machen, Palld. 145 (VII, 607).

Greek (Liddell-Scott)

ἀποκερμᾰτίζω: μέλλ. Ἀττ. -ῐῶ, μεταβάλλω εἰς κέρματα, εἰς μικρὰ νομίσματα, θραύω τι εἰς μικρὰ τεμάχια, Πορφ. ἐν Στοβ. Ἐκλογ. 1. 822. 2) μεταφ., ἀπ. τὸν βίον, δαπανῶ, διασκορπίζω, κατασωτεύω τὴν περιουσίαν μου, Ἀνθ. Π. 7. 607.

French (Bailly abrégé)

1 réduire en petite monnaie;
2 fig. gaspiller, dissiper.
Étymologie: ἀπό, κερματίζω.

Spanish (DGE)

(ἀποκερμᾰτίζω) 1 despedazar, dividir fig. εἰς ἑαυτὰς τὴν ὅλην del alma, Porph.Sent.37.
2 deshacer, disipar (τὸν βίον) AP 7.607 (Pall.).

Greek Monotonic

ἀποκερμᾰτίζω: Αττ. μέλ. -ιῶ, ανταλλάσσω μεγαλύτερης αξίας νομίσματα με κέρματα μικρότερης αξίας· μεταφ., ἀποκερματίζω τὸν βίον, δαπανώ, κατασπαταλώ την περιουσία μου, σε Ανθ.