ἀξιοθέατος: Difference between revisions

From LSJ

Τοὺς τῆς φύσεως οὐκ ἔστι λανθάνειν (μανθάνειν) νόμους → Legibus naturae non potest evadier → Naturgesetze keiner insgeheim verletzt

Menander, Monostichoi, 492
(5)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀξιοθέατος]] κ. <b>ιων.</b> -ητος, -ον)<br />[[άξιος]] θέας, [[αξιοπαρατήρητος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(<b>το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα αξιοθέατα</i><br />αυτά που παρουσιάζουν [[ενδιαφέρον]] σε έναν [[τόπο]], τα μέρη ή οι χώροι που αξίζει να επισκεφθεί ή να δει [[κάποιος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[άξιος]] <span style="color: red;">+</span> [[θεατός]] <span style="color: red;"><</span> [[θεώμαι]]].
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀξιοθέατος]] κ. <b>ιων.</b> -ητος, -ον)<br />[[άξιος]] θέας, [[αξιοπαρατήρητος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(<b>το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα αξιοθέατα</i><br />αυτά που παρουσιάζουν [[ενδιαφέρον]] σε έναν [[τόπο]], τα μέρη ή οι χώροι που αξίζει να επισκεφθεί ή να δει [[κάποιος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[άξιος]] <span style="color: red;">+</span> [[θεατός]] <span style="color: red;"><</span> [[θεώμαι]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀξιοθέᾱτος:''' Ιων. -ητος, -ον, [[άξιος]] προς [[θέαση]], σε Ηρόδ., Ξεν.
}}
}}

Revision as of 21:44, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀξιοθέᾱτος Medium diacritics: ἀξιοθέατος Low diacritics: αξιοθέατος Capitals: ΑΞΙΟΘΕΑΤΟΣ
Transliteration A: axiothéatos Transliteration B: axiotheatos Transliteration C: aksiotheatos Beta Code: a)cioqe/atos

English (LSJ)

Ion. ἀξιοθέητος, ον,

   A well worth seeing, Hdt.1.14,184, al., X.Smp.1.10, Corn.ND17: Comp. -ότερος Plu. Demetr.43: Sup. -ότατος Hdt.2.176, X.Lac.4.2.

German (Pape)

[Seite 269] ion. ἀξιοθέητος, sehenswerth, oft bei Her., z. B. 1, 14. 184; Xen. Hell. 4, 5, 6 u. öfter; der Betrachtung, Erwägung werth, Oec. 3, 4 τοῦτο ἀξ. τῆς οἰκονομίας ἔργον.

Greek (Liddell-Scott)

ἀξιοθέᾱτος: Ἰων. -ητος, ον, ἄξιος θέας, Ἡρόδ. 1. 14, 184, κ. ἀλλ., Ξεν. Συμπ. 1. 10: ― Συγκρ. -ότερος Πλουτ. Δημήτρ. 43. Ὑπερθ. -ότατος Ἡρόδ. 2. 176, Ξεν. Λακ. 4. 2.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
digne d’être examiné ou contemplé.
Étymologie: ἄξιος, θεάομαι.

Spanish (DGE)

-ον

• Alolema(s): jón. ἀξιοθέητος Hdt.1.14
digno de ser contemplado θρόνος Hdt.l.c., χῶμα Hdt.1.184, ἔργα τὸ μέγαθος ἀ. Hdt.2.176, οἱ ἐκ θεῶν του κατεχόμενοι X.Smp.1.10, Καλλίας ib., ἀγών X.Lac.4.2, δύναμις Corn.ND 17, ἔργον Plu.Demetr.43, κάλλος Aristaenet.1.12.4.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀξιοθέατος κ. ιων. -ητος, -ον)
άξιος θέας, αξιοπαρατήρητος
νεοελλ.
(το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τα αξιοθέατα
αυτά που παρουσιάζουν ενδιαφέρον σε έναν τόπο, τα μέρη ή οι χώροι που αξίζει να επισκεφθεί ή να δει κάποιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άξιος + θεατός < θεώμαι].

Greek Monotonic

ἀξιοθέᾱτος: Ιων. -ητος, -ον, άξιος προς θέαση, σε Ηρόδ., Ξεν.