ἄσοφος: Difference between revisions

From LSJ

ἀδικία ἕξις ὑπεροπτικὴ νόμων → injustice: the state of despising the laws

Source
(6)
(3)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἄσοφος]], -ον)<br />ο [[μωρός]], ο [[ανόητος]], ο [[επιπόλαιος]]<br /><b>αρχ.</b><br />(για [[πράξη]] ή [[έκφραση]]) ο [[άστοχος]], ο [[άκριτος]].
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἄσοφος]], -ον)<br />ο [[μωρός]], ο [[ανόητος]], ο [[επιπόλαιος]]<br /><b>αρχ.</b><br />(για [[πράξη]] ή [[έκφραση]]) ο [[άστοχος]], ο [[άκριτος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἄσοφος:''' -ον, [[απερίσκεπτος]], [[ηλίθιος]], [[ανόητος]], σε Θέογν.
}}
}}

Revision as of 21:44, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄσοφος Medium diacritics: ἄσοφος Low diacritics: άσοφος Capitals: ΑΣΟΦΟΣ
Transliteration A: ásophos Transliteration B: asophos Transliteration C: asofos Beta Code: a)/sofos

English (LSJ)

ον,

   A unwise, foolish, Thgn.370, Pi.O.3.45, Ep.Eph.5.15, Plu.2.330a: Comp., Them.Or.15.185a. Adv. -φως D.S.2.29, Lib. Decl.2.27.

German (Pape)

[Seite 372] unweise, dumm, Pind. Ol. 3, 48; γλώσσης ἐνοπαί Eur. El. 1302; Theogn. 370; Xen. Mem. 3, 9, 7 u. Sp., wie Plut.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
sot, fou.
Étymologie: ἀ, σοφός.

English (Slater)

ᾰσοφος
   1 unwise τὸ πόρσω δ' ἐστὶ σοφοῖς ἄβατον κἀσόφοις (O. 3.45)

Spanish (DGE)

-ον
1 en sent. despect. ignorante, necio, insensato μιμεῖσθαι δ' οὐδεὶς τῶν ἀσόφων δύναται Thgn.370, Φοίβου τ' ἄσοφοι γλώσσης ἐνοπαί E.El.1302, ἄσοφοι καὶ ἀκρατεῖς X.Mem.3.9.4, cf. Ep.Eph.5.15, Plu.2.330a, Philostr.VA 1.3, Poll.4.13
op. σοφός profano τὸ πόρσω δ' ἐστὶ σοφοῖς ἄβατον κἀσόφοις Pi.O.3.45
inculto τὸ θέατρον ... οὐδ' ἀμουσότερόν τε καὶ ἀσοφώτερον Them.Or.15.185a.
2 adv. -ως insensatamente οὐκ ἀ. δὲ ποιοῦνται D.S.2.29, ὁ δὲ σοφώτατος κελεύεται νῦν ἀ. ἀποθανεῖν Lib.Decl.2.27.

English (Strong)

from Α (as a negative particle) and σοφός; unwise: fool.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἄσοφος, -ον)
ο μωρός, ο ανόητος, ο επιπόλαιος
αρχ.
(για πράξη ή έκφραση) ο άστοχος, ο άκριτος.

Greek Monotonic

ἄσοφος: -ον, απερίσκεπτος, ηλίθιος, ανόητος, σε Θέογν.