ἀργυρολογία: Difference between revisions
ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
(6) |
(3) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (Α [[ἀργυρολογία]]) [[αργυρολόγος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />η [[συγκέντρωση]] χρημάτων που γίνεται με [[αναξιοπρέπεια]] και για ιδιοτελείς σκοπούς<br /><b>αρχ.</b><br />η [[φορολογία]]. | |mltxt=η (Α [[ἀργυρολογία]]) [[αργυρολόγος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />η [[συγκέντρωση]] χρημάτων που γίνεται με [[αναξιοπρέπεια]] και για ιδιοτελείς σκοπούς<br /><b>αρχ.</b><br />η [[φορολογία]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀργῠρολογία:''' ἡ, καταναγκαστική [[συλλογή]] χρημάτων, [[είσπραξη]] χρημάτων, [[φορολογία]], σε Ξεν. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:48, 30 December 2018
English (LSJ)
ἡ, levying of money, X.HG1.1.8, etc.
Greek (Liddell-Scott)
ἀργῠρολογία: ἡ, συλλογὴ χρημάτων, εἴσπραξις χρημάτων, φορολογία, Ξεν. Ἑλλ. 1. 1, 8, κτλ.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
perception d’une contribution.
Étymologie: ἀργυρολόγος.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
1 recaudación de un tributo ᾤχοντο ἐπ' ἀργυρολογίαν ἔξω τοῦ Ἑλλησπόντου X.HG 1.1.8, ἐπ' ἀργυρολογίαν ἐπαναπεπλευκέναι X.HG 4.8.35, τὴν ἀργυρολογίαν ἀνεδέξατο D.C.48.2.2.
2 extorsión de dinero, PBeatty Panop.2.229 (IV d.C.).
Greek Monolingual
η (Α ἀργυρολογία) αργυρολόγος
νεοελλ.
η συγκέντρωση χρημάτων που γίνεται με αναξιοπρέπεια και για ιδιοτελείς σκοπούς
αρχ.
η φορολογία.
Greek Monotonic
ἀργῠρολογία: ἡ, καταναγκαστική συλλογή χρημάτων, είσπραξη χρημάτων, φορολογία, σε Ξεν.