βάδισις: Difference between revisions

From LSJ

καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?

Source
(big3_8)
(3)
Line 21: Line 21:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=(βάδῐσις) -εως, ἡ<br /><br /><b class="num">• Prosodia:</b> [-ᾰ-]<br /><b class="num">1</b> [[acción de caminar]], [[marcha a pie]], [[paso]] ὀλίγῃ τε χρέονται βαδίσει usan poco la marcha a pie</i> Hp.<i>Aër</i>.15, τῇ βαδίσει καὶ τῷ τάχει por su andar y su prisa</i> Ar.<i>Pl</i>.334, πρὶν ἂν βαδίσῃ τινὰ ἀριθμὸν βαδίσεων Ael.<i>NA</i> 3.42, de la carrera de la liebre [[ἅμα]] ... εἴθισται τεχνάζειν τῇ βαδίσει διὰ τὸ διώκεσθαι X.<i>Cyn</i>.8.3, β. [[ἀσθενής]] Ael.<i>Fr</i>.37, [[ἕνεκα]] βαδίσεως ὑποτεθεῖσθαι ταῦτα τὰ μόρια Gal.17(2).245, cf. 18(1).586, σύμβολον δηλῶν βαδίσεως Olymp.<i>in Alc</i>.151, junto a πτῆσις y [[ἅλσις]] como uno de los distintos tipos de κίνησις Arist.<i>EN</i> 1174<sup>a</sup>31<br /><b class="num">•</b>[[modo de andar]], [[andares]] διδάξαντα ... βάδισιν ... παρθένοις ὁμοιοῦσθαι Plu.<i>Thes</i>.23, ἀπὸ τῆς ὄψεως καὶ τῆς βαδίσεως ἐφάνη Plu.<i>Alex</i>.12<br /><b class="num">•</b>en perífrasis ποιεῖσθαι τὴν βάδισιν caminar</i>, marchar</i> Arist.<i>HA</i> 530<sup>a</sup>10.<br /><b class="num">2</b> fig. [[progreso]], [[avance]] de la extensión de la lepra ὅτι [[διάχυσις]] λέπρας ἐστιν ὡσανεὶ [[βάδισις]] Clem.Al.<i>Fr</i>.34<br /><b class="num">•</b>[[dirección]], [[tendencia]] de un determinado modo de vida ἴστε ... τῆς ἐμῆς βαδίσεως τὸν τρόπον Chrys.M.62.273.
|dgtxt=(βάδῐσις) -εως, ἡ<br /><br /><b class="num">• Prosodia:</b> [-ᾰ-]<br /><b class="num">1</b> [[acción de caminar]], [[marcha a pie]], [[paso]] ὀλίγῃ τε χρέονται βαδίσει usan poco la marcha a pie</i> Hp.<i>Aër</i>.15, τῇ βαδίσει καὶ τῷ τάχει por su andar y su prisa</i> Ar.<i>Pl</i>.334, πρὶν ἂν βαδίσῃ τινὰ ἀριθμὸν βαδίσεων Ael.<i>NA</i> 3.42, de la carrera de la liebre [[ἅμα]] ... εἴθισται τεχνάζειν τῇ βαδίσει διὰ τὸ διώκεσθαι X.<i>Cyn</i>.8.3, β. [[ἀσθενής]] Ael.<i>Fr</i>.37, [[ἕνεκα]] βαδίσεως ὑποτεθεῖσθαι ταῦτα τὰ μόρια Gal.17(2).245, cf. 18(1).586, σύμβολον δηλῶν βαδίσεως Olymp.<i>in Alc</i>.151, junto a πτῆσις y [[ἅλσις]] como uno de los distintos tipos de κίνησις Arist.<i>EN</i> 1174<sup>a</sup>31<br /><b class="num">•</b>[[modo de andar]], [[andares]] διδάξαντα ... βάδισιν ... παρθένοις ὁμοιοῦσθαι Plu.<i>Thes</i>.23, ἀπὸ τῆς ὄψεως καὶ τῆς βαδίσεως ἐφάνη Plu.<i>Alex</i>.12<br /><b class="num">•</b>en perífrasis ποιεῖσθαι τὴν βάδισιν caminar</i>, marchar</i> Arist.<i>HA</i> 530<sup>a</sup>10.<br /><b class="num">2</b> fig. [[progreso]], [[avance]] de la extensión de la lepra ὅτι [[διάχυσις]] λέπρας ἐστιν ὡσανεὶ [[βάδισις]] Clem.Al.<i>Fr</i>.34<br /><b class="num">•</b>[[dirección]], [[tendencia]] de un determinado modo de vida ἴστε ... τῆς ἐμῆς βαδίσεως τὸν τρόπον Chrys.M.62.273.
}}
{{lsm
|lsmtext='''βάδισις:''' -εως, ἡ, [[πορεία]], [[περπάτημα]], σε Αριστοφ. λέγεται για λαγούς, σε Ξεν.
}}
}}

Revision as of 21:52, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βάδῐσις Medium diacritics: βάδισις Low diacritics: βάδισις Capitals: ΒΑΔΙΣΙΣ
Transliteration A: bádisis Transliteration B: badisis Transliteration C: vadisis Beta Code: ba/disis

English (LSJ)

[ᾰ], εως, ἡ,

   A walking, going, Ar.Pl.334; βαδίσει χρῆσθαι Hp.Aër.15; of hares, τεχνάζειν τῇ β. X.Cyn.8.3; opp. πτῆσις, ἅλσις, Arist.EN1174a31.

German (Pape)

[Seite 423] ἡ, das Einherschreiten, der Gang, Ar. Plut. 334; Arist. Eth. 10, 4, 3 u. sonst; vom Hafen Xen. Cyn. 8, 3.

Greek (Liddell-Scott)

βάδισις: -εως, ἡ, τὸ βαδίζειν, πορεύεσθαι, τὸ περιπάτημα, Ἀριστοφ. Πλ. 334· βαδίσει χρῆσθαι Ἱππ. π. Ἀέρ. 290· ἐπὶ λαγωῶν, Ξεν. Κυν. 8, 3· ἀντίθ. τῷ πτῆσις, ἅλσις, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 10. 4, 3.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
marche.
Étymologie: βαδίζω.

Spanish (DGE)

(βάδῐσις) -εως, ἡ

• Prosodia: [-ᾰ-]
1 acción de caminar, marcha a pie, paso ὀλίγῃ τε χρέονται βαδίσει usan poco la marcha a pie Hp.Aër.15, τῇ βαδίσει καὶ τῷ τάχει por su andar y su prisa Ar.Pl.334, πρὶν ἂν βαδίσῃ τινὰ ἀριθμὸν βαδίσεων Ael.NA 3.42, de la carrera de la liebre ἅμα ... εἴθισται τεχνάζειν τῇ βαδίσει διὰ τὸ διώκεσθαι X.Cyn.8.3, β. ἀσθενής Ael.Fr.37, ἕνεκα βαδίσεως ὑποτεθεῖσθαι ταῦτα τὰ μόρια Gal.17(2).245, cf. 18(1).586, σύμβολον δηλῶν βαδίσεως Olymp.in Alc.151, junto a πτῆσις y ἅλσις como uno de los distintos tipos de κίνησις Arist.EN 1174a31
modo de andar, andares διδάξαντα ... βάδισιν ... παρθένοις ὁμοιοῦσθαι Plu.Thes.23, ἀπὸ τῆς ὄψεως καὶ τῆς βαδίσεως ἐφάνη Plu.Alex.12
en perífrasis ποιεῖσθαι τὴν βάδισιν caminar, marchar Arist.HA 530a10.
2 fig. progreso, avance de la extensión de la lepra ὅτι διάχυσις λέπρας ἐστιν ὡσανεὶ βάδισις Clem.Al.Fr.34
dirección, tendencia de un determinado modo de vida ἴστε ... τῆς ἐμῆς βαδίσεως τὸν τρόπον Chrys.M.62.273.

Greek Monotonic

βάδισις: -εως, ἡ, πορεία, περπάτημα, σε Αριστοφ. λέγεται για λαγούς, σε Ξεν.