βαυκός: Difference between revisions
οὐ παντὸς ἀνδρὸς ἐς Κόρινθον ἔσθ' ὁ πλοῦς → it's not for every man to make a journey to Corinth, not everyone can afford a trip to Corinth
(7) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[βαυκός]], ο (Α)<br /><b>1.</b> [[τρυφερός]], [[αβρός]], [[μαλακός]]<br /><b>2.</b> [[προσποιητός]], [[επιτηδευμένος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Οι τ. [[βαυκός]], [[βαύκαλος]] [[καθώς]] και οι λέξεις που συνδέονται με αυτούς [[είναι]] δημώδεις και η [[ετυμολογία]] τους [[είναι]] δύσκολο να προσδιοριστεί. Ο τ. [[βαύκαλος]] μαρτυρείται μόνο στο <i>Μέγα Ετυμολογικό</i> (192, 20) και μπορεί να προήλθε από το [[βαυκαλώ]], με υποχωρητικό σχηματισμό. Εξάλλου δεν [[είναι]] σαφές αν ο τ. [[βαύκαλος]] [[είναι]] παρεκτεταμένη [[μορφή]] του [[βαυκός]] ή αν το [[βαυκός]] [[είναι]] μεταπλασμένος τ. του [[βαύκαλος]]]. | |mltxt=[[βαυκός]], ο (Α)<br /><b>1.</b> [[τρυφερός]], [[αβρός]], [[μαλακός]]<br /><b>2.</b> [[προσποιητός]], [[επιτηδευμένος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Οι τ. [[βαυκός]], [[βαύκαλος]] [[καθώς]] και οι λέξεις που συνδέονται με αυτούς [[είναι]] δημώδεις και η [[ετυμολογία]] τους [[είναι]] δύσκολο να προσδιοριστεί. Ο τ. [[βαύκαλος]] μαρτυρείται μόνο στο <i>Μέγα Ετυμολογικό</i> (192, 20) και μπορεί να προήλθε από το [[βαυκαλώ]], με υποχωρητικό σχηματισμό. Εξάλλου δεν [[είναι]] σαφές αν ο τ. [[βαύκαλος]] [[είναι]] παρεκτεταμένη [[μορφή]] του [[βαυκός]] ή αν το [[βαυκός]] [[είναι]] μεταπλασμένος τ. του [[βαύκαλος]]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''βαυκός:''' -ή, -όν, αυτός που προσποιείται, που χαϊδεύεται. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:52, 30 December 2018
English (LSJ)
ή, όν,
A prudish, affected, Arar.9.
German (Pape)
[Seite 439] VLL. τρυφερός, spröde, zärtlich thuend, Araros bei Aspas. zu Arist. eth. Nicom. IV p. 58.
Greek (Liddell-Scott)
βαυκός: -ή, -όν, προσποιούμενος, χαϊδευόμενος, θρυπτόμενος, ὡς τὸ τρυφερός, Ἀραρὼς Καμπ. 2.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
délicat, dédaigneux, prude.
Étymologie: DELG terme populaire, sans étym.
Spanish (DGE)
-όν
blando, delicado βαυκά, μαλακά, τερπνά, τρυφερά Arar.9, cf. Phot.β 104, EM 192.20G., βαυκά· ἡδέα Hsch.
•estúpido Hsch.β 191.
• Etimología: Etim. dud. Quizá rel. βαυκαλάω q.u. por vía pop. c. el sent. de ‘mimo’.
Greek Monolingual
βαυκός, ο (Α)
1. τρυφερός, αβρός, μαλακός
2. προσποιητός, επιτηδευμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. βαυκός, βαύκαλος καθώς και οι λέξεις που συνδέονται με αυτούς είναι δημώδεις και η ετυμολογία τους είναι δύσκολο να προσδιοριστεί. Ο τ. βαύκαλος μαρτυρείται μόνο στο Μέγα Ετυμολογικό (192, 20) και μπορεί να προήλθε από το βαυκαλώ, με υποχωρητικό σχηματισμό. Εξάλλου δεν είναι σαφές αν ο τ. βαύκαλος είναι παρεκτεταμένη μορφή του βαυκός ή αν το βαυκός είναι μεταπλασμένος τ. του βαύκαλος].
Greek Monotonic
βαυκός: -ή, -όν, αυτός που προσποιείται, που χαϊδεύεται.