βλάστη: Difference between revisions

From LSJ

Νόμιζε σαυτῷ τοὺς γονεῖς εἶναι θεούς → Tu tibi parentes alteros credas deos → Bedünke, dass dir deine Eltern Götter sind

Menander, Monostichoi, 379
(7)
(3)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[βλάστη]], η (Α)<br /><b>1.</b> ο [[βλαστός]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «βλάσται πατρός» — τα [[παιδιά]] που γεννήθηκαν από έναν [[πατέρα]]<br />β) «βλάσται παιδός» — η [[μέρα]] της γέννησης του παιδιού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Υποχωρητικός [[σχηματισμός]] από το ρ. [[βλαστάνω]].
|mltxt=[[βλάστη]], η (Α)<br /><b>1.</b> ο [[βλαστός]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «βλάσται πατρός» — τα [[παιδιά]] που γεννήθηκαν από έναν [[πατέρα]]<br />β) «βλάσται παιδός» — η [[μέρα]] της γέννησης του παιδιού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Υποχωρητικός [[σχηματισμός]] από το ρ. [[βλαστάνω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''βλάστη:''' ἡ=[[βλαστός]], σε Πλάτ. κ.λπ.·<br /><b class="num">I.</b> [[πετραία]] [[βλάστη]], [[πέτρα]], [[βράχος]] που αναφύεται, που αυξάνεται, σε Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για [[παιδιά]], <i>βλάσται πατρός</i>, γεννήματα του [[πατέρα]], στον ίδ.· <i>παιδὸς βλάσται</i>, [[γέννηση]] και [[ανάπτυξη]] του παιδιού, στον ίδ.
}}
}}

Revision as of 21:52, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βλάστη Medium diacritics: βλάστη Low diacritics: βλάστη Capitals: ΒΛΑΣΤΗ
Transliteration A: blástē Transliteration B: blastē Transliteration C: vlasti Beta Code: bla/sth

English (LSJ)

ἡ,

   A = βλαστός, S.Ichn.276, Pl.Lg.765e, etc.; πετραία β. the growth of stone, S.Ant.827 (lyr.).    II of children, βλάσται γενέθλιοι πατρός birth from a father, Id.OC972; παιδὸς βλάσται Id.OT717, cf. Tr.382, Trag.Adesp.373.

German (Pape)

[Seite 447] ἡ, Keim, Sproß, Soph. Ant. 827; φυτοῦ Plat. Legg. VI, 765 e; öfter auch Folgde; βλάστην καὶ ἐπίδοσιν Plat. Legg. III, 679 b; Geburt, Soph. Tr. 381; βλάσται τέκνων Plut. Cons. Apoll. p. 354, aus einem Dichter.

Greek (Liddell-Scott)

βλάστη: ἡ, = βλαστός, Σοφ. Ἀποσπ. 296, Πλάτ., κτλ. πετραία βλ. ὁ αὐξανόμενος βράχος, Σοφ. Ἀντ. 827· βλάστην καὶ ἐπίδοσιν Πλάτ. Νόμ. 3, 679Β. ΙΙ ἐπὶ τέκνων, βλάσται πατρός, βλαστήματα ἐκ τοῦ πατρός, Σοφ. Ο. Κ. 972· παιδὸς βλάσται, ἡ γέννησις καὶ ἀνάπτυξις τοῦ παιδός, ὁ αὐτ. Ο. Τ. 717, πρβλ. Ἀποσπ. 382.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
1 germe, bourgeon ; production, croissance ; naissance, race;
2 rejeton, enfant.
Étymologie: cf. βλαστάνω.

Greek Monolingual

βλάστη, η (Α)
1. ο βλαστός
2. φρ. α) «βλάσται πατρός» — τα παιδιά που γεννήθηκαν από έναν πατέρα
β) «βλάσται παιδός» — η μέρα της γέννησης του παιδιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητικός σχηματισμός από το ρ. βλαστάνω.

Greek Monotonic

βλάστη: ἡ=βλαστός, σε Πλάτ. κ.λπ.·
I. πετραία βλάστη, πέτρα, βράχος που αναφύεται, που αυξάνεται, σε Σοφ.
II. λέγεται για παιδιά, βλάσται πατρός, γεννήματα του πατέρα, στον ίδ.· παιδὸς βλάσται, γέννηση και ανάπτυξη του παιδιού, στον ίδ.