αὐστηρότης: Difference between revisions
ἔστ' ἦμαρ ὅτε Φοίβος πάλιν ελεύσεται καὶ ες αεί ἔσσεται → the time will come when Apollo will return to stay forever
(big3_7) |
(3) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ητος, ἡ<br /><b class="num">I</b> de cosas [[aspereza]], [[acritud]] del vino puro, X.<i>An</i>.5.4.29, de jugos vegetales, Thphr.<i>HP</i> 7.9.5<br /><b class="num">•</b>[[sequedad]] op. [[γλυκύτης]] οἴνου Pl.<i>Tht</i>.178c.<br /><b class="num">II</b> de pers.<br /><b class="num">1</b> [[sequedad]] τοῦ [[γήρως]] Pl.<i>Lg</i>.666b, τοῦ πρεσβυτέρου D.C.56.3.3<br /><b class="num">•</b>[[austeridad]] πατέρων Ephr.Syr.1.17B, τῆς σωφροσύνης Chrys.<i>Sac</i>.6.2.32, ἀδελφῶν Nil.M.79.1129C.<br /><b class="num">2</b> [[severidad]] πνεῦμα αὐστηρότητος Chrys.M.61.117, ὁ φιλάνθρωπος Θεὸς ... οὐκ ἠνείχετο τῆς αὐστηρότητος ταύτης Chrys.M.63.465. | |dgtxt=-ητος, ἡ<br /><b class="num">I</b> de cosas [[aspereza]], [[acritud]] del vino puro, X.<i>An</i>.5.4.29, de jugos vegetales, Thphr.<i>HP</i> 7.9.5<br /><b class="num">•</b>[[sequedad]] op. [[γλυκύτης]] οἴνου Pl.<i>Tht</i>.178c.<br /><b class="num">II</b> de pers.<br /><b class="num">1</b> [[sequedad]] τοῦ [[γήρως]] Pl.<i>Lg</i>.666b, τοῦ πρεσβυτέρου D.C.56.3.3<br /><b class="num">•</b>[[austeridad]] πατέρων Ephr.Syr.1.17B, τῆς σωφροσύνης Chrys.<i>Sac</i>.6.2.32, ἀδελφῶν Nil.M.79.1129C.<br /><b class="num">2</b> [[severidad]] πνεῦμα αὐστηρότητος Chrys.M.61.117, ὁ φιλάνθρωπος Θεὸς ... οὐκ ἠνείχετο τῆς αὐστηρότητος ταύτης Chrys.M.63.465. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''αὐστηρότης:''' -ητος, ἡ, [[τραχύτητα]], [[δριμύτητα]], <i>οἴνου</i>, σε Ξεν.· μεταφ., [[τραχύτητα]], στριφνότητα, σε Πλάτ. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:54, 30 December 2018
English (LSJ)
ητος, ἡ,
A harshness, roughness, X.An.5.4.29; οἴνου, opp. γλυκύτης, Pl.Tht.178c, Thphr.HP7.9.5. 2 metaph., harshness, crabbedness, τοῦ γήρως Pl.Lg.666b, cf. D.C.56.3.
Greek (Liddell-Scott)
αὐστηρότης: -ητος, ἡ, τραχύτης, δριμύτης, οἴνου Ξεν. Ἀν. 5. 4, 29· ἡ περὶ οἴνου αὐστ., ἀντιθέτως πρὸς τὸ γλυκύτης Πλάτ. Θεαίτ. 178C. 2) μεταφ. τραχύτης, χαλεπότης, τοῦ γήρως ὁ αὐτ. Νόμ. 666Β, πρβλ. Δίωνα Κ. 56. 3.
French (Bailly abrégé)
ητος (ἡ) :
sécheresse, âpreté, saveur âcre.
Étymologie: αὐστηρός.
Ant. γλυκύτης.
Spanish (DGE)
-ητος, ἡ
I de cosas aspereza, acritud del vino puro, X.An.5.4.29, de jugos vegetales, Thphr.HP 7.9.5
•sequedad op. γλυκύτης οἴνου Pl.Tht.178c.
II de pers.
1 sequedad τοῦ γήρως Pl.Lg.666b, τοῦ πρεσβυτέρου D.C.56.3.3
•austeridad πατέρων Ephr.Syr.1.17B, τῆς σωφροσύνης Chrys.Sac.6.2.32, ἀδελφῶν Nil.M.79.1129C.
2 severidad πνεῦμα αὐστηρότητος Chrys.M.61.117, ὁ φιλάνθρωπος Θεὸς ... οὐκ ἠνείχετο τῆς αὐστηρότητος ταύτης Chrys.M.63.465.
Greek Monotonic
αὐστηρότης: -ητος, ἡ, τραχύτητα, δριμύτητα, οἴνου, σε Ξεν.· μεταφ., τραχύτητα, στριφνότητα, σε Πλάτ.