βοτρύϊος: Difference between revisions

From LSJ

τῆς αἰδοῦς ὀλίγην ποιήσασθαι φειδώ → to have little consideration for self-respect

Source
(7)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[βοτρύϊος]], -α, -ον (Α) [[βότρυς]]<br /><b>φρ.</b> «βοτρυΐον [[φυτόν]]» — το [[κλήμα]].
|mltxt=[[βοτρύϊος]], -α, -ον (Α) [[βότρυς]]<br /><b>φρ.</b> «βοτρυΐον [[φυτόν]]» — το [[κλήμα]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''βοτρύϊος:''' -α, -ον ([[βότρυς]]), αυτός που αποτελείται ή προέρχεται από σταφύλια, σε Ανθ.
}}
}}

Revision as of 21:56, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βοτρῠϊος Medium diacritics: βοτρύϊος Low diacritics: βοτρύϊος Capitals: ΒΟΤΡΥΪΟΣ
Transliteration A: botrýïos Transliteration B: botruios Transliteration C: votryios Beta Code: botru/i+os

English (LSJ)

α, ον,

   A of grapes, φυτόν AP6.168 (Paul. Sil.).

German (Pape)

[Seite 455] traubig, φυτόν, Weinstock, Paul. Sil. 44 (VI, 168), cod. Pal. βοτρύων.

Greek (Liddell-Scott)

βοτρύϊος: -α, -ον, βοτρύϊνος, ἐκ βοτρύων, φυτὸν = ἄμπελος, Ἀνθ. Π. 6. 168.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui produit des grappes.
Étymologie: βότρυς.

Spanish (DGE)

-α, -ον lleno de uvas φυτά AP 6.168 (Paul.Sil.).

Greek Monolingual

βοτρύϊος, -α, -ον (Α) βότρυς
φρ. «βοτρυΐον φυτόν» — το κλήμα.

Greek Monotonic

βοτρύϊος: -α, -ον (βότρυς), αυτός που αποτελείται ή προέρχεται από σταφύλια, σε Ανθ.