Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

δασύμαλλος: Difference between revisions

From LSJ

Cras amet qui numquam amavit quique amavit cras amet → May he love tomorrow who has never loved before; And may he who has loved, love tomorrow as well.

Pervigilium Veneris
(8)
(3)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[δασύμαλλος]], -ον)<br />[[δασύτριχος]], [[πυκνόμαλλος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[γένος]] κολεόπτερων εντόμων<br /><b>2.</b> [[γένος]] μυοπορινιδών [[φυτών]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[δασύς]] <span style="color: red;">+</span> -<i>μαλλος</i> <span style="color: red;"><</span> [[μαλλός]] «[[τούφα]] μαλλιού»].
|mltxt=-η, -ο (AM [[δασύμαλλος]], -ον)<br />[[δασύτριχος]], [[πυκνόμαλλος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[γένος]] κολεόπτερων εντόμων<br /><b>2.</b> [[γένος]] μυοπορινιδών [[φυτών]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[δασύς]] <span style="color: red;">+</span> -<i>μαλλος</i> <span style="color: red;"><</span> [[μαλλός]] «[[τούφα]] μαλλιού»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''δᾰσύμαλλος:''' -ον, [[πυκνόμαλλος]], [[δασύτριχος]], [[τριχωτός]], αυτός που έχει πυκνό [[τρίχωμα]], σε Ομήρ. Οδ., Ευρ.
}}
}}

Revision as of 22:04, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δᾰσύμαλλος Medium diacritics: δασύμαλλος Low diacritics: δασύμαλλος Capitals: ΔΑΣΥΜΑΛΛΟΣ
Transliteration A: dasýmallos Transliteration B: dasymallos Transliteration C: dasymallos Beta Code: dasu/mallos

English (LSJ)

ον,

   A thick-fleeced, woolly, ὄϊες, αἰγίς, Od.9.425, E. Cyc.360.

German (Pape)

[Seite 524] dichtwollig, ὄιες Od. 9, 425, ἅπαξ εἰρημέν; αἰγίς Eur. Cycl. 360.

Greek (Liddell-Scott)

δᾰσύμαλλος: -ον, ὁ ἔχων δασὺν μαλλόν, πυκνόμαλλος, Ὀδ. Ι. 425, Εὐρ. Κύκλ. 360.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à la laine touffue, au poil touffu.
Étymologie: δασύς, μαλλός.

English (Autenrieth)

thick-fleeced, Od. 9.425†.

Spanish (DGE)

(δᾰσύμαλλος) -ον

• Grafía: graf. δασύμαλος Hdn.Epim.69

• Prosodia: [-ῠ-]
1 cubierto de espesos vellones, lanudo ὄϊες Od.9.425, E.Cyc.360.
2 subst. ὁ δ. el melenudo κομήτης, ἀστὴρ καὶ ὁ δ. Hdn.l.c.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM δασύμαλλος, -ον)
δασύτριχος, πυκνόμαλλος
νεοελλ.
1. γένος κολεόπτερων εντόμων
2. γένος μυοπορινιδών φυτών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δασύς + -μαλλος < μαλλός «τούφα μαλλιού»].

Greek Monotonic

δᾰσύμαλλος: -ον, πυκνόμαλλος, δασύτριχος, τριχωτός, αυτός που έχει πυκνό τρίχωμα, σε Ομήρ. Οδ., Ευρ.