γυμνότης: Difference between revisions

From LSJ

Ἔπαινον ἕξεις, ἂν κρατῇς, ὧν δεῖ κρατεῖν → Laus est, si, quibus est imperandum, tu imperes → Lob hast du, wenn du herrschst, worüber zu herrschen gilt

Menander, Monostichoi, 139
(T22)
(3)
Line 27: Line 27:
{{Thayer
{{Thayer
|txtha=γυμνότητός, ἡ ([[γυμνός]]), [[nakedness]]: of the [[body]], [[αἰσχύνη]], 3); used of [[want]] of [[clothing]], Antoninus 11,27.)  
|txtha=γυμνότητός, ἡ ([[γυμνός]]), [[nakedness]]: of the [[body]], [[αἰσχύνη]], 3); used of [[want]] of [[clothing]], Antoninus 11,27.)  
}}
{{lsm
|lsmtext='''γυμνότης:''' -ητος, ἡ ([[γυμνός]]), [[γύμνια]], [[γυμνότητα]], σε Καινή Διαθήκη
}}
}}

Revision as of 22:04, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γυμνότης Medium diacritics: γυμνότης Low diacritics: γυμνότης Capitals: ΓΥΜΝΟΤΗΣ
Transliteration A: gymnótēs Transliteration B: gymnotēs Transliteration C: gymnotis Beta Code: gumno/ths

English (LSJ)

ητος, ἡ,

   A nakedness, LXXDe.28.48,Ep.Rom.8.35,M.Ant. 10.27; γ.ψυχική Ph.1.77.    2 bare statement, τῶν προτάσεων D.H. Rh.10.6.

German (Pape)

[Seite 510] ητος, ἡ, Nacktheit, Dürftigkeit, N. T.

Greek (Liddell-Scott)

γυμνότης: -ητος, ἡ, ἡ κατάστασις τοῦ γυμνοῦ, Ἑβδ. (Δευτ. κη΄48), Κ.Δ.

French (Bailly abrégé)

ητος (ἡ) :
nudité.
Étymologie: γυμνός.

Spanish (DGE)

-ητος, ἡ
1 desnudez γ. καὶ ὅλου καὶ μέρεος Hp.Alim.16, διὰ γυμνότητα καὶ κρύος οὐ προθυμουμένων Polyaen.3.9.34, ἡ αἰσχύνη τῆς γυμνότητός σου Apoc.3.18, cf. Corn.ND 30, Diodor.T.Gen.M.33.1568C, rel. la pobreza ἐν λιμῷ καὶ ἐν δίψει καὶ ἐν γυμνότητι LXX De.28.48, cf. Ep.Rom.8.35, 2Ep.Cor.11.27
fig. ref. la sencillez o la pureza ἵν' ὑπομιμνῃσκώμεθα ... τῆς καθαρότητος καὶ τῆς γυμνότητος M.Ant.11.27, sent. espiritual Ἰακὼβ γυμνότητος ἐρᾷ ψυχικῆς Ph.1.77.
2 ret. concisión, parquedad, falta de adornos μία ... ἀτεχνία ἡ τῶν προτάσεων γ. D.H.Rh.10.6.

English (Strong)

from γυμνός; nudity (absolute or comparative): nakedness.

English (Thayer)

γυμνότητός, ἡ (γυμνός), nakedness: of the body, αἰσχύνη, 3); used of want of clothing, Antoninus 11,27.)

Greek Monotonic

γυμνότης: -ητος, ἡ (γυμνός), γύμνια, γυμνότητα, σε Καινή Διαθήκη