δημός: Difference between revisions
Εὐνοῦχος ἄλλο θηρίον τῶν ἐν βίῳ → Eunuchus, alia vitam spurcans bestia → Ein weitres Lebensungetüm ist der Eunuch
(9) |
(3) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[δημός]], ο (Α)<br />το [[λίπος]], το [[πάχος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. συνδέεται με αλβ. <i>dhjame</i> «[[λίπος]], [[στέαρ]], [[ξύγκι]]». Αν υποτεθεί ότι η λ. έχει πρωταρχική [[σχέση]] με την [[έννοια]] «[[υγρασία]], [[υγρότητα]]», [[τότε]] συνδέεται και με αρμ. <i>tam</i>- στο <i>tam</i>-<i>uk</i> «[[υγρός]], βρεγμένος» και με το ρ. <i>tamk</i>-<i>anam</i> «υγραίνομαι». Τέλος, αν θεωρηθεί το -<i>m</i>- ως [[επίθημα]], [[τότε]] προκύπτει και ετυμολογική [[σχέση]] με αρχ. ινδ. <i>d</i><i>ā</i>-<i>nu</i> «[[σταγόνα]]», αβεστ. <i>d</i><i>ā</i>-<i>nu</i>- «[[ποταμός]], [[ρεύμα]]», οσσετ. <i>don</i> «[[νερό]], [[ποταμός]]»]. | |mltxt=[[δημός]], ο (Α)<br />το [[λίπος]], το [[πάχος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. συνδέεται με αλβ. <i>dhjame</i> «[[λίπος]], [[στέαρ]], [[ξύγκι]]». Αν υποτεθεί ότι η λ. έχει πρωταρχική [[σχέση]] με την [[έννοια]] «[[υγρασία]], [[υγρότητα]]», [[τότε]] συνδέεται και με αρμ. <i>tam</i>- στο <i>tam</i>-<i>uk</i> «[[υγρός]], βρεγμένος» και με το ρ. <i>tamk</i>-<i>anam</i> «υγραίνομαι». Τέλος, αν θεωρηθεί το -<i>m</i>- ως [[επίθημα]], [[τότε]] προκύπτει και ετυμολογική [[σχέση]] με αρχ. ινδ. <i>d</i><i>ā</i>-<i>nu</i> «[[σταγόνα]]», αβεστ. <i>d</i><i>ā</i>-<i>nu</i>- «[[ποταμός]], [[ρεύμα]]», οσσετ. <i>don</i> «[[νερό]], [[ποταμός]]»]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''δημός:''' ὁ, [[λίπος]], [[ξύγκι]], [[πάχος]], σε Ομήρ. Ιλ., Αριστοφ. κ.λπ.· <i>δίπλακι δημῷ</i> (λέγεται για το [[κρέας]] που προορίζεται για [[θυσία]]), με [[λίπος]] πάνω και [[λίπος]] [[κάτω]], σε Ομήρ. Ιλ. (άγν. προέλ.). | |||
}} | }} |
Revision as of 22:08, 30 December 2018
English (LSJ)
ὁ,
A fat, βοῦν . . πίονα δημῷ Il.23.750, cf. Hes.Th.538, Ar.V. 40, etc.; δίπλακι δημῷ (of sacrificial meat) with fat above and fat below, Il.23.243; of men, κορέει κύνας ἠδ' οἰωνοὺς δημῷ 8.380.
German (Pape)
[Seite 564] ὁ, Fett. Talg, Schmeer; Ableitung ungewiß; über den Accent-Unterschied zwischen δῆμος und δημός s. δῆμος zu Ende. – Fett von Menschen, Hom. Iliad. 8, 380. 11, 818. 13, 832. 21, 127. 204; von Ochsen Iliad. 8, 240. 23, 750; von Schaafen Iliad. 22, 501; von μήλοις Odyss. 9, 464; von μήλοις und Ochsen Iliad. 23, 168; ἀρνῶν ἠδ' ἐρίφων Odyss. 17, 241; von einem Schwein Odyss 14, 428; unbestimmt Iliad. 23, 243. 253. – Von einem Ochsen Hesiod. Th. 538; βόειον δημόν Aristoph. Fesp. 40: vom Aale Aristot. H. A. 8, 2.
Greek (Liddell-Scott)
δημός: ὁ, (ἀβεβαίου ῥίζης) = πάχος, λίπος, τὸ ἐπίπλουν, βοῦν... πίονα δημῷ Ἰλ. Ν. 168, πρβλ. Ἡσ. Θ. 538, Ἀριστοφ. Σφ. 40, κτλ.· δίπλακι δημῷ, μὲ πάχος ἄνωθεν καὶ πάχος κάτωθεν, Ἰλ. Ψ. 243· ― ὡσαύτως ἐπὶ ἀνθρώπων, κορέει κύνας ἠδ’ οἰωνοὺς δημῷ Θ. 380.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
graisse des animaux, particul. des bœufs et des brebis (lat. omentum) ; rar. graisse de l’homme.
Étymologie: pê R. Δα, diviser, faire les parts ; v. δαίω.
English (Autenrieth)
fat; of men, Il. 8.380, Il. 11.818.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
grasa, sebo de anim., esp. de vacuno βοῶν δ. Il.8.240, βοῦν ... πίονα δημῷ Il.23.750, ἵστη βόειον δημόν Ar.V.40, cf. Eq.954, de ovejas οἰῶν πίονα δημόν Il.22.501, τὰ μῆλα ... πίονα δημῷ Od.9.464, gener., para un sacrificio ἐκ δ' ἄρα πάντων δημὸν ἑλών Il.23.168, δίπλακι δημῷ con doble capa de grasa, Il.23.243, ἔγκατα πίονα δημῷ Hes.Th.538, cf. 541, A.R.1.434, Orác. en ZPE 1.1967.185.25 (Hierápolis II d.C.), Q.S.1.798, 3.735, Hsch.
•de anguilas, Arist.HA 592a12
•del hombre ἦ τις καὶ Τρώων κορέει κύνας ἠδ' οἰωνοὺς δημῷ καὶ σάρκεσσι Il.8.380, cf. 13.832, ἄσειν ἐν Τροίῃ ταχέας κύνας ἀργέτι δημῷ saciar de brillante grasa (de los dánaos) en Troya a los rápidos perros, Il.11.818, Λυκάονος ἀργέτα δημόν Il.21.127, cf. 21.204. • DMic.: de-mo-qe.
• Etimología: Quizá de *dām- ‘fluidez’, que habría dado lugar a arm. *tam-, en tam-uk ‘húmedo’ y, c. alarg. *-n-, a ai. dā́nu- ‘gotas’, av. dānu- ‘río’, celt. Dānuuius, etc.
Greek Monolingual
δημός, ο (Α)
το λίπος, το πάχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με αλβ. dhjame «λίπος, στέαρ, ξύγκι». Αν υποτεθεί ότι η λ. έχει πρωταρχική σχέση με την έννοια «υγρασία, υγρότητα», τότε συνδέεται και με αρμ. tam- στο tam-uk «υγρός, βρεγμένος» και με το ρ. tamk-anam «υγραίνομαι». Τέλος, αν θεωρηθεί το -m- ως επίθημα, τότε προκύπτει και ετυμολογική σχέση με αρχ. ινδ. dā-nu «σταγόνα», αβεστ. dā-nu- «ποταμός, ρεύμα», οσσετ. don «νερό, ποταμός»].
Greek Monotonic
δημός: ὁ, λίπος, ξύγκι, πάχος, σε Ομήρ. Ιλ., Αριστοφ. κ.λπ.· δίπλακι δημῷ (λέγεται για το κρέας που προορίζεται για θυσία), με λίπος πάνω και λίπος κάτω, σε Ομήρ. Ιλ. (άγν. προέλ.).