δίστολος: Difference between revisions
From LSJ
Φίλιππον ἐπιστῆσαι τοῖς πράγμασι τούτοις → let Philip have a hand in the business, surrender control to Philip
(9) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[δίστολος]], -ον (Α)<br /><b>φρ.</b> «ἀδελφαὶ [[δίστολοι]]» — οι δύο αδελφές [[μαζί]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>δι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>στολος</i> <span style="color: red;"><</span> [[στόλος]] <span style="color: red;"><</span> [[στέλλω]]. | |mltxt=[[δίστολος]], -ον (Α)<br /><b>φρ.</b> «ἀδελφαὶ [[δίστολοι]]» — οι δύο αδελφές [[μαζί]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>δι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>στολος</i> <span style="color: red;"><</span> [[στόλος]] <span style="color: red;"><</span> [[στέλλω]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''δίστολος:''' -ον ([[στέλλω]]), [[ζευγαρωτός]], αυτός που βρίσκεται ανά ζεύγη, ανά [[δύο]], σε Σοφ. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:16, 30 December 2018
English (LSJ)
ον,
A in pairs, two together, or simply, two, ἀδελφαί S.OC1055 (lyr.).
Greek (Liddell-Scott)
δίστολος: -ον, ζευγαρωτός, ἀνὰ δύο ὁμοῦ, ἢ ἁπλῶς δύο, ἀδελφαὶ Σοφ. Ο. Κ. 1055 (ἔνθα ἴδε Elmsl.)· πρβλ. μονόστολος.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui voyagent deux ensemble.
Étymologie: δίς, στέλλω.
Spanish (DGE)
-ον
que son una pareja, e.e. dos τὰς διστόλους ἀδμῆτας ἀδελφάς S.OC 1055.
Greek Monolingual
δίστολος, -ον (Α)
φρ. «ἀδελφαὶ δίστολοι» — οι δύο αδελφές μαζί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δι- + -στολος < στόλος < στέλλω.
Greek Monotonic
δίστολος: -ον (στέλλω), ζευγαρωτός, αυτός που βρίσκεται ανά ζεύγη, ανά δύο, σε Σοφ.