διαπειλέω: Difference between revisions
οὐ δικαίως θάνατον ἔχθουσιν βροτοί, ὅσπερ μέγιστον ῥῦμα τῶν πολλῶν κακῶν → unjustly men hate death, which is the greatest defence against their many ills | men are not right in hating death, which is the greatest succour from our many ills
(big3_11) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=[[proferir amenazas]] (ὄνειρον) διαπειλῆσαν οἴχεται (el fantasma onírico) tras proferir amenazas se ha ido</i> Hdt.7.15, c. ὡς: διαπειλέειν αὐτὴν ὡς ... μηνύσει αὐτόν (dicen) que ella amenazó con denunciarle</i> Hdt.2.121γ, c. inf. διηπείλουν ἀποσφάξειν Plu.<i>Oth</i>.16, cf. D.S.17.40, c. ac. int. πολλὰ διαπειλήσας profiriendo muchas amenazas</i> Hld.1.30.1, θάνατον αὐτῷ τοῦ σατράπου διαπειλήσαντος habiéndole amenazado el sátrapa de muerte</i> Hld.2.32.2, cf. en v. pas., Hld.5.25.2<br /><b class="num">•</b>en v. med. mismo sent. ἵνα ῥήτωρ ... μηδὲ διαπειλοῖτο Lys.12.72, cf. D.S.16.27, 20.33, I.<i>AI</i> 16.203<br /><b class="num">•</b>[[proferir amenazas contra]] c. dat. de pers. διηπειλεῖτό μοι Alex.302, διαπειλησαμένου ... Μισγόλα ... τοῖς ξένοις Aeschin.1.43, cf. <i>PPetr</i>.2.1.14 (III a.C.), αὐτοῖς παρ' ἐμοῦ LXX <i>Ez</i>.3.17, cf. Plu.<i>Agis</i> 19<br /><b class="num">•</b>[[prohibir con amenazas]] c. or. de inf. μεθένα φέρειν ὅπλον Plb.1.78.15, cf. D.S.19.107. | |dgtxt=[[proferir amenazas]] (ὄνειρον) διαπειλῆσαν οἴχεται (el fantasma onírico) tras proferir amenazas se ha ido</i> Hdt.7.15, c. ὡς: διαπειλέειν αὐτὴν ὡς ... μηνύσει αὐτόν (dicen) que ella amenazó con denunciarle</i> Hdt.2.121γ, c. inf. διηπείλουν ἀποσφάξειν Plu.<i>Oth</i>.16, cf. D.S.17.40, c. ac. int. πολλὰ διαπειλήσας profiriendo muchas amenazas</i> Hld.1.30.1, θάνατον αὐτῷ τοῦ σατράπου διαπειλήσαντος habiéndole amenazado el sátrapa de muerte</i> Hld.2.32.2, cf. en v. pas., Hld.5.25.2<br /><b class="num">•</b>en v. med. mismo sent. ἵνα ῥήτωρ ... μηδὲ διαπειλοῖτο Lys.12.72, cf. D.S.16.27, 20.33, I.<i>AI</i> 16.203<br /><b class="num">•</b>[[proferir amenazas contra]] c. dat. de pers. διηπειλεῖτό μοι Alex.302, διαπειλησαμένου ... Μισγόλα ... τοῖς ξένοις Aeschin.1.43, cf. <i>PPetr</i>.2.1.14 (III a.C.), αὐτοῖς παρ' ἐμοῦ LXX <i>Ez</i>.3.17, cf. Plu.<i>Agis</i> 19<br /><b class="num">•</b>[[prohibir con amenazas]] c. or. de inf. μεθένα φέρειν ὅπλον Plb.1.78.15, cf. D.S.19.107. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''διαπειλέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[απειλώ]] [[βιαίως]], [[εκβιάζω]], σε Ηρόδ. — ομοίως στη Μέσ., σε Αισχίν. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:20, 30 December 2018
English (LSJ)
A threaten violently, Hdt.7.15; δ. ὡς μηνύσει Id.2.121.γ: c.inf.fut., Plu.Oth.16:—Med., διαπειλεῖσθαί τινι Aeschin.1.43, Alex. 306, PPetr.2p.1: c. inf., forbid with threats, μηθένα φέρειν ὅπλον Plb. 1.78.15; ἄλλα τε δ. καὶ ὡς . . Conon 50.3.
German (Pape)
[Seite 594] heftig drohen; Her. 7, 15; ὡς μηνύσει 2, 121, 3; ἀποσφάξειν Plut. Oth. 16. Häufiger im med.; τινί, Aesch. 1, 43; διηπειλεῖτό σοι Alexis B. A. 82; sequ. inf., Pol. 1, 78, 14 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
διαπειλέω: σφοδρῶς ἀπειλῶ, Ἡρόδ. 7. 15· δ. ὡς μηνύσει ὁ αὐτ. 2. 121, 3· μετὰ μέλλ. ἀπαρ., Πλούτ. Ὄθ. 16· - οὕτως ἐν τῷ μέσ., διαπειλεῖσθαί τινι Αἰσχίν. 7. 1, Ἄλεξ. Ἀδήλ. 72· μετ᾿ ἀπαρ., Πολύβ. 1. 78, 15.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
menacer fortement.
Étymologie: διά, ἀπειλέω.
Spanish (DGE)
proferir amenazas (ὄνειρον) διαπειλῆσαν οἴχεται (el fantasma onírico) tras proferir amenazas se ha ido Hdt.7.15, c. ὡς: διαπειλέειν αὐτὴν ὡς ... μηνύσει αὐτόν (dicen) que ella amenazó con denunciarle Hdt.2.121γ, c. inf. διηπείλουν ἀποσφάξειν Plu.Oth.16, cf. D.S.17.40, c. ac. int. πολλὰ διαπειλήσας profiriendo muchas amenazas Hld.1.30.1, θάνατον αὐτῷ τοῦ σατράπου διαπειλήσαντος habiéndole amenazado el sátrapa de muerte Hld.2.32.2, cf. en v. pas., Hld.5.25.2
•en v. med. mismo sent. ἵνα ῥήτωρ ... μηδὲ διαπειλοῖτο Lys.12.72, cf. D.S.16.27, 20.33, I.AI 16.203
•proferir amenazas contra c. dat. de pers. διηπειλεῖτό μοι Alex.302, διαπειλησαμένου ... Μισγόλα ... τοῖς ξένοις Aeschin.1.43, cf. PPetr.2.1.14 (III a.C.), αὐτοῖς παρ' ἐμοῦ LXX Ez.3.17, cf. Plu.Agis 19
•prohibir con amenazas c. or. de inf. μεθένα φέρειν ὅπλον Plb.1.78.15, cf. D.S.19.107.
Greek Monotonic
διαπειλέω: μέλ. -ήσω, απειλώ βιαίως, εκβιάζω, σε Ηρόδ. — ομοίως στη Μέσ., σε Αισχίν.