εἴποτε: Difference between revisions

From LSJ

γυναιξὶ κόσμον ἡ σιγὴ φέρει → it is silence that gives women dignity

Source
(10)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[εἴποτε]] και εἴ ποτε (Α)<br /><b>1.</b> εάν [[ποτέ]], εάν [[καμιά]] [[φορά]]<br /><b>2.</b> «[[εἴπερ]] [[ποτέ]]» — περισσότερο από [[κάθε]] [[άλλη]] [[φορά]].
|mltxt=[[εἴποτε]] και εἴ ποτε (Α)<br /><b>1.</b> εάν [[ποτέ]], εάν [[καμιά]] [[φορά]]<br /><b>2.</b> «[[εἴπερ]] [[ποτέ]]» — περισσότερο από [[κάθε]] [[άλλη]] [[φορά]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''εἴποτε:'''<b class="num">I.</b> εάν [[ποτέ]], Λατ. si-[[quando]], σε Όμηρ.<br /><b class="num">II.</b> στον πλάγιο λόγο, εάν [[ποτέ]], στο ίδ.
}}
}}

Revision as of 22:28, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εἴποτε Medium diacritics: εἴποτε Low diacritics: είποτε Capitals: ΕΙΠΟΤΕ
Transliteration A: eípote Transliteration B: eipote Transliteration C: eipote Beta Code: ei)/pote

English (LSJ)

or εἴ ποτε,

   A if ever, Il.1.39; strengthd. εἴ ποτε δή ib.503: used in asking a favour of any one, to call something to his mind, for εἴποτ' ἔην γε, i.e. as surely as he was.    II indirect, if or whether ever, Il.2.97, etc.

Greek (Liddell-Scott)

εἴποτε: ἢ εἴ ποτε, ἐάν ποτε, ἐὰν καμμίαν φοράν, Λατ. siquando, εἴ ποτέ τοι χαρίεντ’ ἐπὶ νηὸν ἔρεψα Ἰλ. Α. 39· μετὰ τοῦ δὴ χάριν πλείονος ἐμφάσεως, Ζεῦ πάτερ, εἴποτε δή σε μετ’ ἀθανάτοισιν ὄνησα αὐτόθι 503· εἶναι δὲ ἐν χρήσει ὅταν τις ζητῇ χάριν παρά τινος καὶ ὑπομιμνήσκῃ αὐτὸν περί τινος· ἡ δὲ Ὁμηρικὴ φράσις εἴ ποτ’ ἔην γε ἐκφράζει ἀλγεινὴν ἀνάμνησιν ἀγαθοῦ ὑπάρξαντός ποτε, ἀλλὰ μὴ ὑπάρχοντος πλέον, δαὴρ αὐτ’ ἐμὸς ἕσκε κυνώπιδος, εἴποτ’ ἔην γε, «καὶ ἀνδράδελφος δὴ ἐμὸς ὑπῆρχε τῆς κυνοπροσώπου, εἴπερ ποτὲ ἦν» (Θ. Γαζῆς), ἢ ἐὰν ἔπρεπε νὰ τὸν ὀνομάσω ποτὲ τοιοῦτον, Ἰλ. Γ.180. Αλλ’ οἱ παλαιοὶ διέφερον ὡς πρὸς τὴν σημασίαν τῆς φράσεως ταύτης. Πρβλ. Wolf ἐν τόπῳ, Ἕρμαννον Vig. Append XI, καὶ εἶδε Ἰλ. Λ. 762, Ω. 426, Ὀδ. Ο. 268, Κ. 315, Ω. 289. Περὶ τῆς ἐλλεπτικῆς χρήσεως τοῦ εἴποτε ἴδε ἐν λ. εἰ. Α. VI. 4. ε. ΙΙ. ἐν πλαγίῳ λόγῳ, κήρυκες βοόωντες ἐρήτυον, εἴποτ’ ἀϋτῆς σχοίατ’, «ὅπως ἂν τῆς βοῆς ἐπισχοῖεν ἑαυτοὺς» (Θ. Γαζῆς), Ἰλ. Β. 97, κτλ.

French (Bailly abrégé)

v. εἰ.

Spanish (DGE)

conj.
1 cond. si alguna vez, si acaso esp. c. opt., equiv. a una temp. cuando, cada vez que ὕδωρ δ' ἔπινεν ... πλὴν εἴ. διψήσας περιφλεγῶς ὄξος αἰτήσειεν bebía agua, salvo si alguna vez, por tener muchísima sed, pedía vinagre Plu.Cat.Ma.1, εἴ. εὕροι Ἐρασίστρατος Gal.11.247, εἴ. Κελτοὶ βουλεύοιντο Polyaen.7.50.23, διετέλει, εἴ. πρὸς αὐτὴν παρεγένετο, τὰς μελαίνας αὐτοῦ τρίχας περιαιρουμένη Aesop.31, καὶ πολλάκις ἀνεβόα εἴ. λαθεῖν ἠδύνατο y, muchas veces gritaba, cuando podía pasar inadvertida X.Eph.4.5.3, cf. Zen.5.9, Arr.An.1.3.6, Ael.VH 9.3.
2 interr. indir. si alguna vez, si acaso ἠρώτων, εἴποτ' αὐτὸς ἐποίησεν αὐτήν Gal.2.645.

Greek Monolingual

εἴποτε και εἴ ποτε (Α)
1. εάν ποτέ, εάν καμιά φορά
2. «εἴπερ ποτέ» — περισσότερο από κάθε άλλη φορά.

Greek Monotonic

εἴποτε:I. εάν ποτέ, Λατ. si-quando, σε Όμηρ.
II. στον πλάγιο λόγο, εάν ποτέ, στο ίδ.