ἔκπλεος: Difference between revisions

From LSJ

τὰ ἐς τὴν κοιλίην ἀποκρινόμενα → gastric secretions

Source
(11)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἔκπλεος]], -ον και [[ποιητικός]] τ. ἔκπλειος -α, -ον, αττ. τ. [[ἔκπλεως]], -ων (Α)<br /><b>1.</b> [[πλήρης]]<br /><b>2.</b> εντελώς [[πλήρης]]<br /><b>3.</b> [[άφθονος]].
|mltxt=[[ἔκπλεος]], -ον και [[ποιητικός]] τ. ἔκπλειος -α, -ον, αττ. τ. [[ἔκπλεως]], -ων (Α)<br /><b>1.</b> [[πλήρης]]<br /><b>2.</b> εντελώς [[πλήρης]]<br /><b>3.</b> [[άφθονος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἔκπλεος:''' ποιητ. -πλειος, -α, -ον, Αττ. -[[πλέως]], -ων·<br /><b class="num">1.</b> αυτός που είναι [[τελείως]] [[γεμάτος]] από [[κάτι]], [[ξέχειλος]], με γεν., σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> [[ολοκληρωμένος]], [[πλήρης]], [[επαρκής]], λέγεται για τον αριθμό στρατεύματος, σε Ξεν.· [[άφθονος]], [[πολύς]], στον ίδ.
}}
}}

Revision as of 22:32, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔκπλεος Medium diacritics: ἔκπλεος Low diacritics: έκπλεος Capitals: ΕΚΠΛΕΟΣ
Transliteration A: ékpleos Transliteration B: ekpleos Transliteration C: ekpleos Beta Code: e)/kpleos

English (LSJ)

ον neut. pl.

   A ἔκπλεα D.C.38.20 : poet.ἔκπλειος, α, ον : Att. ἔκπλεως, ων :—quite full of a thing, c. gen., δαιτός, βορᾶς, E.Cyc.247, 416.    2 complete, εὖρος τρίγυον Tab.Heracl.2.31 ; of a number of soldiers, ἱππεῖς ἔκπλεῳ..εἰς τοὺς μυρίους X.Cyr.6.2.7 ; abundant, copious, ἐπιτήδεια ib.1.6.7, cf. D.C. l.c.

German (Pape)

[Seite 773] α, ον, att. ἔκπλεως, ων, aus-, angefüllt, voll von Etwas, τινός, δαιτός, βορᾶς, Eur. Cycl. 247. 416; vollständig, hinreichend, μισθός, ἐπιτήδεια, Xen. An. 7, 5, 9 Hell. 3, 2, 11; ἱππεῖς ἔκπλεῳ ἦσαν εἰς μυρίους, vollzählig, Cyr. 6, 2, 7; Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἔκπλεος: ποιητ. ἔκπλειος, α, ον, Ἀττ. ἔκπλεως, ων· ― ἐντελῶς πλήρης πράγματός τινος, μετὰ γεν., δαιτός, βορᾶς Εὐρ. Κύκλ. 247, 416. 2) πλήρης, «σωστός», ἐπὶ ἀριθμοῦ στρατιωτῶν, ἱππεῖς ἔκπλεω... εἰς τοὺς μυρίους Ξεν. Κύρ. 6. 2, 7· ἄφθονος, πολύς, αὐτόθι 1. 6, 7.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
c. ἔκπλεως.

Greek Monolingual

ἔκπλεος, -ον και ποιητικός τ. ἔκπλειος -α, -ον, αττ. τ. ἔκπλεως, -ων (Α)
1. πλήρης
2. εντελώς πλήρης
3. άφθονος.

Greek Monotonic

ἔκπλεος: ποιητ. -πλειος, -α, -ον, Αττ. -πλέως, -ων·
1. αυτός που είναι τελείως γεμάτος από κάτι, ξέχειλος, με γεν., σε Ευρ.
2. ολοκληρωμένος, πλήρης, επαρκής, λέγεται για τον αριθμό στρατεύματος, σε Ξεν.· άφθονος, πολύς, στον ίδ.