ἑλκητήρ: Difference between revisions
From LSJ
ἀναγκαίως δ' ἔχει βίον θερίζειν ὥστε κάρπιμον στάχυν, καὶ τὸν μὲν εἶναι, τὸν δὲ μή → But it is our inevitable lot to harvest life like a fruitful crop, for one of us to live, one not. (Euripides, Hypsipyle fr. 60.94ff.)
(11) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἑλκητήρ]], ο (Α)<br />γεωργικό [[εργαλείο]], τσουγκράνα. | |mltxt=[[ἑλκητήρ]], ο (Α)<br />γεωργικό [[εργαλείο]], τσουγκράνα. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἑλκητήρ:''' -ῆρος, ὀ, αυτός που σύρει, που τραβά, σε Ανθ. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:40, 30 December 2018
English (LSJ)
ῆρος, ὁ, one that drags, κτένες ἑλκητῆρες, of a harrow, AP6.297 (Phan.).
Greek (Liddell-Scott)
ἑλκητήρ: ῆρος, ὁ, ὁ χρησιμεύων πρὸς τὸ ἕλκειν, γεωργ. ἐργαλεῖον, κτένας ἑλκητῆρας, κοινῶς «τσουγγράνες», Φανίας ἐν Ἀνθ. Π. 6. 297, 5.
French (Bailly abrégé)
ῆρος;
adj. m.
qui tire, qui arrache.
Étymologie: ἑλκέω.
Spanish (DGE)
-ῆρος
que desgarra fig. κτένες de un rastrillo AP 6.297 (Phan.).
Greek Monolingual
ἑλκητήρ, ο (Α)
γεωργικό εργαλείο, τσουγκράνα.
Greek Monotonic
ἑλκητήρ: -ῆρος, ὀ, αυτός που σύρει, που τραβά, σε Ανθ.